Σάββατο, Σεπτεμβρίου 09, 2006

Μία απαραίτητη συγγνώμη

Να ευχαριστήσω κατ' αρχάς, και από εδώ, τον Dr. Moshe που με ενημέρωσε για το πρόβλημα με τα comments. Ζητώ συγγνώμη από τον ίδιο, τον Valentin, τον Ολύμπιο, τη Ροδιά και την Kate που τα σχόλιά τους εμφανίζονται στο μπλογκ μετά από τόσον καιρό. Ελπίζω να μην πίστεψαν ότι έπεσαν θύματα λογοκρισίας. Για το πρόβλημα ευθύνεται κάποια εμπλοκή τού "moderation", που παρότι στις ρυθμίσεις εμφανιζόταν απενεργοποιημένο, στην πραγματικότητα δούλευε πυρετωδώς και κόντεψε να μου διώξει όλη την "πελατεία". ;) Τέλος πάντων, με τη βοήθεια ενός φίλου ειδικότερου από εμένα, το πρόβλημα διορθώθηκε και τα σχόλιά σας είναι στη θέση τους. Θα απαντήσω αύριο, μόλις βρω τον χρόνο. (Οι επισκέπτες του μπλογκ αξίζει να διαβάσουν τα ενδιαφέροντα σχόλια που έγιναν στο άρθρο Διαφωνίες "μελετητών", καθώς και ένα εύστοχο σχόλιο της Ροδιάς στο Κουίζ.)

Να πω, επίσης, ότι σε τέτοιες περιπτώσεις μπορείτε να μου στέλνετε κανένα e-mail. Αν δεν είχε, αυτή τη φορά, την ευγένεια να με ενημερώσει ο Dr. Moshe, κι εγώ κι εσείς θα απορούσαμε για αρκετό καιρό ακόμα γιατί δεν εμφανίζονται τα σχόλιά σας στο ιστολόγιο.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 05, 2006

Παιχνίδια με την Πάπισσα

Ροΐδης:

Ο ανώνυμος λοιπόν πατήρ της ηρωίδος μου ήτο Άγγλος μοναχός• εκ τίνος δε επαρχίας δεν ηδυνήθην να μάθω, μη ούσης ακόμη διηρημένης της Βρεττανίας εις κομιτάτα προς ευκολίαν των εισπρακτόρων. Κατήγετο δε εκ των Ελλήνων εκείνων αποστόλων, οίτινες εφύτευσαν τον πρώτον σταυρόν εις την χλοεράν Ιρλανδίαν, και υπήρξε μαθητής του Εριγενούς Σκώτου, όστις πρώτος εφεύρε τον τρόπον του κατασκευάζειν αρχαία χειρόγραφα, δι ων ηπάτησε τους τότε λογίους, ως ο Σιμωνίδης τους Βερολινείους. Ταύτα μόνα διέσωσεν ημίν η ιστορία περί του πατρός της Ιωάννας.

H δε μήτηρ αυτής εκαλείτο Γιούθα, ήτο ξανθή και έβοσκε τας χήνας Σάξωνος βαρόνου. Ούτος καταβάς την παραμονήν συμποσίου, ίνα εκλέξη την παχυτέραν, ωρέχθη και της ποιμενίδος, ην από του ορνιθώνος μετέφερεν εις τον κοιτώνα. Βαρυνθείς αυτήν μετ' ολίγον την έδωκεν εις τον οινοχόον, ο οινοχόος εις τον μάγειρον και ούτος εις τον χυτροκόρον, όστις ευλαβής ων αντήλλαξε την νεάνιδα μετά του μοναχού, λαβών αντ' αυτής οδόντα του Αγίου Γουτλάκου, του ζήσαντος και οσίως τελευτήσαντος εντός λάκκου τινός της Μερκίας. Ούτω εξέπεσεν η Γιούθα από της κλίνης του δεσπότου εις τας αγκάλας του καλογήρου [...].


Καλοκύρης:

Ο ανώνυμος λοιπόν πατέρας της ηρωίδας μου ήταν Άγγλος μοναχός• από ποια ακριβώς επαρχία δεν κατάφερα να μάθω, επειδή η Βρετανία δεν ήταν ακόμα χωρισμένη σε κομητείες για να διευκολύνονται οι φοροεισπράκτορες. Καταγόταν από εκείνους τους Έλληνες ιεραπόστολους, που φύτεψαν τον πρώτο σταυρό στη χλοερή Ιρλανδία και είχε μαθητεύσει κοντά στον Εριγενή Σκώτο, αυτόν που πρωτοανακάλυψε πώς κατασκευάζονται αρχαία χειρόγραφα, με τα οποία εξαπατούσε τους λόγιους της εποχής, όπως ο Σιμωνίδης τους Βερολινέζους. Αυτά είναι όλα όσα μας διέσωσε η ιστορία για τον πατέρα της Ιωάννας.

H μητέρα της τώρα, λεγόταν Γιούθα, ήταν ξανθιά και έβοσκε τις χήνες κάποιου Σάξονα βαρόνου ο οποίος, προετοιμάζοντας κάποτε ένα φαγοπότι, κατέβηκε να διαλέξει την παχύτερη, αλλά λαχτάρισε τη βοσκοπούλα και τη μετέφερε από το κοτέτσι στην κρεβατοκάμαρα. Όταν, μετά από λίγο, τη βαρέθηκε, την πασάρησε στον οινοχόο, ο οινοχόος στο μάγειρα και αυτός στον λαντζέρη ο οποίος, επειδή ήταν ευλαβής άνθρωπος, έδωσε το κορίτσι στον μοναχό, με αντάλλαγμα ένα δόντι του Αγίου Γουτλάκου, που έζησε και μαρτύρησε μέσα σε κάποιο λάκκο της Μερκίας. Έτσι η Γιούθα ξέπεσε από το κρεβάτι του αφέντη στην αγκαλιά του καλόγερου...


Hominid (διατηρώ αυτούσιες 2-3 προτάσεις του Καλοκύρη που δεν είχα λόγο να αλλάξω):

Ο ανώνυμος, λοιπόν, πατέρας της ηρωίδας μου ήταν Άγγλος μοναχός• από ποια ακριβώς επαρχία δεν κατόρθωσα να μάθω, καθώς η Βρετανία δεν είχε χωριστεί ακόμα σε κομητείες για την ευκολία των φοροεισπρακτόρων. Καταγόταν, πάντως, από τους Έλληνες εκείνους ιεραπόστολους που φύτεψαν τον πρώτο σταυρό στην χλοερή Ιρλανδία και υπήρξε μαθητής του Ιωάννη Σκώτου Εριγένη, που πρώτος εφεύρε την κατασκευή αρχαίων χειρογράφων σε νεότερες εποχές. Με τέτοια εξαπάτησε τους λογίους του καιρού του, όπως ακριβώς ο Κωνσταντίνος Σιμωνίδης τους σημερινούς Βερολινέζους. Αυτά είναι όλα όσα μας διέσωσε η ιστορία για τον πατέρα της Ιωάννας.

Η μητέρα της, πάλι, λεγόταν Γιούθα, ήταν ξανθή και έβοσκε τις χήνες ενός Σάξωνα βαρόνου. Κάποτε που ο βαρόνος κατέβηκε να διαλέξει την παχύτερη για ένα συμπόσιο που θα έκανε, ορέχτηκε και την ίδια και από τον ορνιθώνα τη μετέφερε στον κοιτώνα του. Μετά από λίγο τη βαρέθηκε, την έδωσε στον οινοχόο, ο οινοχόος στον μάγειρα και εκείνος στον λαντζιέρη. Άνθρωπος ευλαβής αυτός, αντάλλαξε τη νέα με ένα δόντι τού αγίου Γουτλάκου (ο οποίος έζησε και πέθανε αγιότατα μέσα σε κάποιον λάκκο της Μερκίας) που του έδωσε ο μοναχός. Αυτή ήταν, λοιπόν, η πτώση της Γιούθας από το κρεβάτι τού αφέντη και δεσπότη της στην αγκαλιά του καλόγερου.


Να καθησυχάσω τους επισκέπτες τής σελίδας, διευκρινίζοντας ότι το δικό μου πόνημα σκοπό είχε απλώς να με βοηθήσει να κατανοήσω από "μέσα" τις δυσκολίες μιας τέτοιας μεταγλώττισης και να διαπιστώσω αν όντως είναι τόσο δύσκολο, όσο συμπεραίνει κανείς από την εργασία τού Καλοκύρη, να αποδοθεί το ύφος τού Ροΐδη στα νέα ελληνικά. Και αν ναι, πού μπορεί να οφείλεται αυτό. Θα συνεχίσω στο επόμενο σημείωμα, βοηθούμενος από σχετικό άρθρο του Νίκου Σαραντάκου.