Σάββατο, Μαΐου 13, 2006

Κουίζ

«Μετά την ένσαρκον οικονομίαν του Χριστού ως τριακοσίους χρόνους, ήτον τις βασιλεύς Μαξιμιανός ονόματι, το δε επίθετον Ερκούλιος, ο οποίος ήτον γαμβρός του βασιλέως Διοκλητιανού εις την θυγατέρα του. Λοιπόν, τοσούτον ήτον άτυχος και κακός άνθρωπος, ότι δεν ήθελεν ουδεποσώς να ακούση το όνομα του Χριστού. Αμή όπου και αν ήτον Χριστιανός, εσπούδαζεν να τον θανατώση. Πολλοί γουν από τους χριστιανούς υπήγαιναν και εμαρτυρούσαν δια την αγάπην του Χριστού. Ένας απ’ εκείνους ήτον και ο Άγιος Δημήτριος, ο σήμερον επαινούμενος. Ο οποίος ήτον μεν από την μεγαλόπολιν Θεσσαλονίκην κατά τα πάτρια, είχε δε και γονείς επισήμους άρχοντας και πρώτους των Μακεδόνων, πλην τόσον δεν ήτον τιμημένος και ένδοξος από το γένος του μόνον, όσον από την αρετήν του και την ευπρέπειαν της ψυχής. Διότι τόσον ενίκα τους ευγενείς και φρονίμους του καιρού εκείνου εις την κατάστασιν της ψυχικής ευγενείας του, όσον ήτον και ευμορφότερος παρά πάντας τους συνομηλίκους του.»

Άσκηση για όσους ασχολούνται με θέματα της ελληνικής γλώσσας και της ιστορίας της: Πώς θα χαρακτηρίζατε τη γλωσσική μορφή του παραπάνω αποσπάσματος;

Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε καθιερωμένους ή μη όρους, αλλά ο γενικότατος «λόγια γλώσσα» θα θεωρηθεί υπεκφυγή. ;)

Δευτέρα, Μαΐου 01, 2006

Τονικά σημεία άλλοτε αξιο-σημείωτα

Την προηγούμενη φορά, εξήγησα γιατί δεν θεωρώ την επινόηση και αρχική χρήση των πολυτονικών σημείων ως μία πρώιμη (τέλη 3ου π.Χ. αιώνα) εκδήλωση «αττικισμού» στο επίπεδο της φωνητικής - ως προσπάθεια, δηλαδή, συντήρησης ενός «ορθού» τρόπου προφοράς που είχε αρχίσει να αλλοιώνεται. Ανέφερα τους γνωστούς λόγους (ισχνή εμφάνιση στους παπύρους της εποχής, σαφηνιστική χρήση σε ομόγραφες κυρίως λέξεις, εφαρμογή πολύ συχνότερη σε κείμενα του παρελθόντος παρά σε σύγχρονα) που πείθουν ότι επρόκειτο για διακριτικά σύμβολα και όχι για κάποιο είδος αρχαιοελληνικών «phonetics».

Όσο, όμως, η ομιλουμένη απομακρυνόταν -και φωνητικά- από την αρχαία, οι τόνοι αποκτούσαν και άλλες ιδιότητες εκτός από τη διακριτική. Ενώ ο δυναμικός τονισμός έτεινε να επικρατήσει, ο προσωδιακός των παλιότερων κειμένων άρχισε να μελετάται αυτοτελώς (σχέση τόνου και φωνηεντικής ποσότητας, τόνου και θέσης της συλλαβής κτλ) και η πρακτική σημείωσης των τόνων, συνακόλουθα, να μεταβάλλεται. Μαθαίνουμε, για παράδειγμα, ότι φιλόλογοι του δεύτερου μ.Χ. αιώνα κατέκριναν την αντιαισθητική σημείωση της βαρείας σε κάθε άτονη συλλαβή, πράγμα που φανερώνει ότι υπήρχε πλέον η τάση να καταγράφεται ο τονισμός μιας λέξης ολοκληρωμένα. Στην επέκταση της χρήσης των τόνων έπαιξε ρόλο και το ότι, από όλα τα διακριτικά σημεία που είχαν επινοήσει οι Αλεξανδρινοί, τα τονικά ήταν εκείνα που παρείχαν στους μελετητές της αρχαίας ελληνικής τις περισσότερες πληροφορίες: δεν δήλωναν μόνο την προσωδία αλλά, σε μεγάλο βαθμό, και τον χρόνο των φωνηέντων. Έτσι, χάρη σε αυτά, απεφεύχθη η ευρύτερη χρήση άλλων ειδικών συμβόλων που έδειχναν αποκλειστικά τη μακρότητα και τη βραχύτητα. Συνεπώς, οι τόνοι (που διατηρούσαν, παράλληλα, και τη διακριτική λειτουργία τους στις περιπτώσεις των ομογράφων) ήταν χρήσιμοι συμβάλλοντας στην αντιμετώπιση των φιλολογικών δυσχερειών που είχαν προκύψει από τις ριζικές μεταβολές στην φωνητική της ελληνικής.

Γύρω στον 9ο μ.Χ. αιώνα, η χρήση τους γενικεύεται. Ξένοι γλωσσολόγοι, που έχουν ασχοληθεί με το πολυτονικό κυρίως από τη σκοπιά της αρχαίας ελληνικής (χωρίς να τους προβληματίζουν οι μεταγενέστερες «επιπλοκές» του ζητήματος), δεν βρίσκουν τίποτα το μεμπτό σε αυτή τη μεσαιωνική καινοτομία. Ορισμένοι από τους εγκυρότερους, μάλιστα, την εκθειάζουν: «Το σημερινό σύστημα δήλωσης των τόνων, γράφει ο W. Sidney Allen (Vox Graeca), βασίζεται σε μια παλιά βυζαντινή ανάπτυξη και συστηματοποίηση αλεξανδρινών κανόνων.» Και αποτελεί «μία οικονομική αναπαράσταση των φωνητικών δεδομένων (της αρχαίας ελληνικής), που αξίζει κάθε έπαινο». Αν υποθέσουμε ότι δεν είχε επιχειρηθεί ποτέ εκείνη η «γενίκευση» και ότι πολυτονικό σύστημα ολοκληρωμένο δεν είχε υπάρξει ποτέ, δεν αποκλείεται σύγχρονοι ειδικοί σαν τον Allen να έκαναν κάτι ανάλογο. Να προσπαθούσαν, δηλαδή, βασιζόμενοι στα διακριτικά σημαδάκια που φειδωλά σημείωναν οι φιλόλογοι της Αλεξάνδρειας, να εξαγάγουν γενικότερα συμπεράσματα για την αρχαιοελληνική φωνητική και μέσα, ακριβώς, από μία διαδικασία ανάπτυξης και συστηματοποίησης κανόνων, να φτάσουν σε μία ολοκληρωμένη αναπαράσταση της προσωδιακής προφοράς. Η οργάνωση του πολυτονικού, ως συστήματος, δεν ήταν αυθαίρετη επιστημονικά. Βασίστηκε σε μία μακρόχρονη εργασία πάνω στη φωνητική των αρχαίων ελληνικών, τα πορίσματα της οποίας γίνονται δεκτά σήμερα από την ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία. («Τα τονικά σημεία, γράφει ο Allen, μπορούν, σε γενικές γραμμές, να θεωρηθούν αξιόπιστες ενδείξεις για την μελωδία της λέξης».) Το θέμα δεν είναι πώς έγραφαν ή δεν έγραφαν οι αρχαίοι, αλλά αν ένας μεταγενέστερος τρόπος γραφής της αρχαίας ελληνικής 1) είναι -με βάση γλωσσολογικά κριτήρια- επιστημονικά ορθός και 2) εξυπηρετεί νεότερες φιλολογικές ανάγκες. Και στα δύο αυτά ερωτήματα, όσον αφορά την πολυτονική γραφή, η απάντηση φαίνεται να είναι καταφατική.

Αν, όμως, για τους παραπάνω λόγους, είναι αποδεκτή γενικά η εφαρμογή των τονικών σημείων στα αρχαιοελληνικά κείμενα, δεν ισχύει το ίδιο για την εφαρμογή τους σε κείμενα μεταγενέστερα – γραμμένα όταν η φωνητική της γλώσσας είχε εξ ολοκλήρου μεταβληθεί. Όχι αδικαιολόγητα, χαρακτηρίζεται εσφαλμένη και αναχρονιστική, αφού τόσο ο προσωδιακός τονισμός, όσο και η διχρονία των φωνηέντων ήταν στοιχεία που δεν διατηρούσε πια η ελληνική. Παραγνωρίζεται, ωστόσο, ένα βασικότατο στοιχείο: η αττικιστική παράδοση. Για πολλούς αιώνες, και ανεξάρτητα από τη φωνητική και τη γενικότερη εξέλιξη της γλώσσας, η γραφομένη παρέμενε συναφέστατη προς την αρχαία ελληνική. Η περίοδος, μάλιστα, από τον 9ο μέχρι τα τέλη του 12ου αιώνα χαρακτηρίζεται, από μελετητές της βυζαντινής λογοτεχνίας, ως ακραιφνώς αττικίζουσα. Το πολυτονικό, λοιπόν, δεν χρησιμοποιήθηκε στην ομιλουμένη της εποχής, αλλά αφενός μεν στην αρχαία ελληνική και αφετέρου σε μία γραφόμενη γλώσσα που είχε για πρότυπο και απομιμούταν την αρχαία ελληνική. Το ζήτημα της εφαρμοσιμότητάς του σε μεταγενέστερες γλωσσικές μορφές δεν ήταν δυνατόν να τεθεί προτού αυτές αρχίσουν να χρησιμοποιούνται στον γραπτό λόγο. Και αυτό συνέβη πολλούς αιώνες αργότερα.

Ας έχουμε επίσης κατά νου ότι τα αρχαία ελληνικά διαβάζονταν πάντα με την εκάστοτε σύγχρονη προφορά. Στον ελληνόφωνο χώρο δεν υπήρξαν ποτέ «ερασμικές» τάσεις. Αυτό ίσχυε, βέβαια, και για τον τονισμό: όλα τα κείμενα, ανεξάρτητα από τον χρόνο συγγραφής τους, τονίζονταν –κατά την ανάγνωση- με τον νεότερο «δυναμικό» τρόπο. Οπότε ήταν φυσικό, και γι’ αυτόν τον επιπλέον λόγο, να μη γίνεται διάκριση μεταξύ αρχαίων και αρχαϊζόντων-αττικιζόντων κειμένων. Όταν η σημείωση των τόνων γενικεύτηκε στα μεν, γενικεύτηκε και στα δε. Αν δοκιμάζαμε, σήμερα, να γράψουμε κείμενα σε αττικίζουσα γλώσσα, δεν θα χρησιμοποιούσαμε άραγε κι εμείς το πολυτονικό (ακόμα κι αν δεν έχουμε ιδέα για το πώς ακουγόταν η αρχαία προσωδία) ως καθιερωμένο στοιχείο της γραφής της αρχαίας ελληνικής - και των όποιων, επομένως, απομιμήσεών της; Θα ήμασταν, έτσι κι αλλιώς, υποχρεωμένοι να τηρούμε τη θέση του τόνου ανάλογα με τον χρόνο των φωνηέντων στις τελευταίες συλλαβές, οπότε θα έπρεπε να λαμβάνουμε υπόψη τους σχετικούς κανόνες. Και νομίζω ότι τα σημεία του πολυτονικού θα μας βοηθούσαν να τους θυμόμαστε και τους τηρούμε - όπως, μάλλον, βοηθούσαν και τους αττικίζοντες συγγραφείς του Μεσαίωνα.

Απομένει ακόμα ένα σημείωμα, για το πολυτονικό σε σχέση με τη νεότερη πια γλώσσα. Διευκρινίζω ότι σκοπός αυτών των αναφορών δεν είναι να επιχειρηματολογήσω υπέρ ή κατά της σύγχρονης χρήσης του πολυτονικού αλλά, αντίθετα, να εξετάσω το ζήτημα έξω από τα πλαίσια της τωρινής διαμάχης και να προσπαθήσω να αναδείξω κάποιες βασικές πτυχές του (όπως αυτή του αττικισμού), που βλέπω να θίγονται από ανεπαρκώς έως καθόλου.