Τετάρτη, Δεκεμβρίου 27, 2006

Φρικώδεις μακαρονισμοί

Κάποτε ο Κοραής (που ήθελε με μέτρο το «ελληνίζειν» στη γλώσσα) είχε ακούσει έναν «φρικωδέστατο μακαρονισμό» τον οποίο και ανέφερε ως παράδειγμα προς αποφυγή: «Δεν μου το επιτρέπει ο καιρός». Εκείνη την εποχή συνήθιζαν να λένε «Δεν μου το συγχωρεί ο καιρός», ενώ το επιτρέπω, απ’ ό,τι φαίνεται, θα το χρησιμοποιούσε μόνο κάποιος ακραίος αρχαϊστής. Ο Κοραής έφτασε να ρωτήσει τον συγκεκριμένο αν θεωρούσε το συγχωρώ βουλγαρική λέξη και γι’ αυτό την απέφευγε! Τη συνέχεια, βέβαια, της ιστορίας τη γνωρίζουμε. Αναρωτιέμαι, όμως, αν ο Κοραής έτυχε απλώς να «εκτεθεί» από την κατοπινή επίδοση της λέξης, ή αν είχε παραβλέψει / υποτιμήσει κάποιους παράγοντες που την ευνοούσαν εξαρχής. Ίσως, για παράδειγμα, το συγχωρώ να έτεινε ήδη περισσότερο προς τη σημερινή του σημασία και να είχε δημιουργηθεί έδαφος για ένα άλλο ρήμα – έστω και εξεζητημένο αρχικά.

Αν και τα γλωσσικά πράγματα στην Ελλάδα έχουν αλλάξει από τότε, δεν λείπει ούτε σήμερα η κριτική για αρχαϊστικά φαινόμενα. Μερικές φορές (όπως όταν χρησιμοποιούνται τελείως παράταιροι τύποι της καθαρεύουσας: της γλώσσης, η άποψις, το βιβλίον κτλ.) αυτά μπορούν να αποδοθούν, με σχετική ασφάλεια, σε κίνητρα ιδεολογικά. Σε άλλες, όμως, κοινότερες περιπτώσεις, τα πράγματα δεν είναι τόσο ξεκάθαρα ώστε να μπορεί κανείς να διαγνώσει με σιγουριά πρόθεση αρχαϊσμού. Εκεί τίθεται το ερώτημα αν ορισμένα από αυτά τα φαινόμενα θα έπρεπε –όπως, ίσως, στο παράδειγμα της πρώτης παραγράφου- να ερμηνευθούν με πιο σύνθετο τρόπο.

Σε πρόσφατο άρθρο του, με τον ενδεικτικό τίτλο «Για λευκότερα λευκά ελληνικά», ο Γιάννης Χάρης διαπιστώνει τάση «βίαιου εξαρχαϊσμού των πάντων» και επιχειρεί να την τεκμηριώσει με διάφορα παραδείγματα. Ο τρόπος που τα ομαδοποιεί και τα ερμηνεύει επιδέχεται, νομίζω, για τους λόγους που ανέφερα πιο πάνω, κάποιες ενστάσεις. Καυτηριάζει, για παράδειγμα, τη σύνταξη με γενική ορισμένων ρημάτων (όπως τα μετέρχομαι, αποποιούμαι), τα οποία «ποτέ δεν συντάσσονταν έτσι». Ένας από τους λόγους που αυτό συμβαίνει ίσως να είναι, πράγματι, η αίσθηση ότι η γενική προσδίδει στη διατύπωση «λογιότερη» χροιά. Εξίσου βάσιμη, όμως, φαίνεται η υπόθεση ότι ένας μέσος (χωρίς γνώσεις αρχαίων ελληνικών) ομιλητής απλά δεν είναι βέβαιος για την πτώση που πρέπει να χρησιμοποιήσει: θα συντάξει ένα ρήμα σαν το αποποιούμαι με γενική ή αιτιατική, αναπαράγοντας απλώς εκείνο που έχει ακούσει από αλλού - όχι για να "αρχαΐσει". Οι όποιοι αρχαϊστές, άλλωστε, μόνο ακούσια θα διαφοροποιούνταν από τη νόρμα της καθαρεύουσας, αφού το τελευταίο που επιθυμούν είναι να τους ελέγχουν για τα ελληνικά τους.

Το ίδιο μπορεί κανείς να πει και για περιπτώσεις όπως τα υβριδικά διανοείτο, αναφέρετο, συζητείτο κτλ: όσο «εσφαλμένα» είναι ως δημοτική, άλλο τόσο είναι και ως καθαρεύουσα. Δύσκολα θα τα χρησιμοποιούσε ένας συνεπής αρχαϊστής. Σε παλιό, διεξοδικότερο άρθρο του ο Χάρης τα χαρακτηρίζει «μαγειρεμένα» - αλλά από ποιον; Η εντύπωσή μου είναι ότι προέκυψαν στη χρήση από την επεξεργασία και απλούστευση (διατήρηση της κατάληξης, αλλά όχι της χρονικής αύξησης) κάποιων ανθεκτικών τύπων της καθαρεύουσας, με βάση το σημερινό γλωσσικό αισθητήριο. Και, πράγματι, τα συζητείτο, διανοείτο μάς είναι πολύ πιο ανεκτά από τα συνεζητείτο, διενοείτο. Ο ίδιος ο Χάρης αναγνωρίζει ότι η χρήση τους οφείλεται, εν μέρει, στο ότι ορισμένοι τύποι του παρατατικού της ΝΕ (π.χ. ωφελούσουν) εμφανίζουν προβλήματα. Εγώ θα πρόσθετα ότι και το συνεπαγόταν π.χ., το οποίο αναφέρει ως ομαλότατο, δεν ακούγεται εξίσου φυσικά με τον παρατατικό δημωδέστερων ρημάτων σε -ομαι (ερχόταν, πλενόταν κτλ.). Κάποιο ρόλο, σε αυτήν την περίπτωση, ίσως παίζει και η βολική διατήρηση του τόνου στην ίδια συλλαβή (συνεπάγεται-συνεπάγετο, συνεπάγεται-συνεπαγόταν). Σημασία, πάντως, έχει ότι και εδώ υπάρχουν αρκετές παράμετροι που πρέπει να εξεταστούν, πριν μιλήσουμε απλώς για ένα φαινόμενο «νέο-καθαρευουσιανισμού».

Σε άλλο σημείο, ο Χάρης ψέγει μία δημοσιογράφο για τη διόρθωση του «Κολοσσού του Μαρουσιού» του Χένρι Μίλερ σε «Κολοσσό του Αμαρουσίου». Το βιβλίο, βέβαια, είναι γνωστό και έτσι (δεν ξέρω αν είχε κυκλοφορήσει παλιότερα με αυτόν τον τίτλο), αλλά η ουσία είναι ότι ο αγγλικός τίτλος «The Colossus of Maroussi» θα μπορούσε κάλλιστα να αποδοθεί ως «Ο Κολοσσός του Αμαρουσίου», αφού πρόκειται για τύπο που χρησιμοποιείται ευρέως σήμερα: η περιοχή του Αμαρουσίου, το κανάλι του Αμαρουσίου, η ομάδα μπάσκετ του Αμαρουσίου. Από τη στιγμή, άλλωστε, που δεν συνηθίζουμε να λέμε «του Χαλανδριού», «του Καλαμακιού», «του Μενιδιού» κτλ., η γενική «του Μαρουσιού» μάλλον σηκώνει συζήτηση. Αν σε αυτά προσθέσουμε και το υφολογικό μέρος («Ο Κολοσσός του Αμαρουσίου» σίγουρα ακούγεται πιο υποβλητικά), δικαιολογημένα θα απορήσουμε γιατί μία λογική και νόμιμη μεταφραστική επιλογή θα πρέπει, σώνει και καλά, να δηλώνει αρχαϊστική πρόθεση.

Το «οι παίκτες της Εθνικής φυσούν» υποθέτω ότι ξένισε τον Χάρη, όχι μόνο επειδή ο τύπος φυσάνε επικρατεί στην ομιλουμένη, αλλά και επειδή μιλάμε για μπάλα και οι λογιότεροι τύποι φαντάζουν παράταιροι. Στον αθλητικό Τύπο, όμως, είχε αξιοσημείωτη παρουσία η καθαρεύουσα (ειδικά, οι γραφικά διθυραμβικοί τίτλοι των πρωτοσέλιδων παραμένουν αξεπέραστοι) και κάποια κατάλοιπα εκείνης της παράδοσης επιβιώνουν και σήμερα – δίνοντας ένα «χρώμα», θα τολμούσα να πω. Σίγουρα, όμως, δεν είναι πια και καθαρεύουσα το φυσούν, και πολύ περισσότερο, βέβαια, το δημωδέστατο σέρνω: ένας τύπος που επικρατεί συντριπτικά μπορεί να εκτοπίζει σταδιακά (και μάλλον αυτό συμβαίνει εδώ, απ’ ό,τι έχω παρατηρήσει) έναν αδύναμο ακόμα και από στερεότυπες φράσεις όπως το «τα σούρνω σε κάποιον». Περισσότερο από «γλωσσικό ευπρεπισμό» τέτοιες περιπτώσεις δείχνουν γλωσσική δυναμική. Το ίδιο ισχύει και για τον τύπο λεν, που αναφέρει ο Χάρης, ο οποίος επειδή ακριβώς δεν είναι ισότιμος στη χρήση με το λένε (τον ποταμό μπορεί να τον «λεν» Ιλισό, αλλά δεν έχω ακούσει, πρόσφατα, κανέναν να συστήνεται: «Με λεν τάδε»), πολλοί θεωρούν ότι δεν είναι αυτόνομος και τον γράφουν με απόστροφο.

Εφόσον διαπιστώνουμε, έπειτα, την ευρεία σύγχυση που υπάρχει μεταξύ του σαν και του ως, και θεωρούμε ότι είναι φυσικό -και όχι, κατ’ ανάγκη, κατακριτέο- να χρησιμοποιείται το πρώτο στη θέση του δεύτερου (π.χ. «η διδασκαλία της ελληνικής σαν δεύτερης γλώσσας»), τότε γιατί να μην δεχθούμε ότι το ίδιο φυσικά και «αθέλητα» μπορεί κάποτε το δεύτερο να αναλαμβάνει λειτουργίες του πρώτου; Δεν θα ήταν, βέβαια, αβάσιμη η εικασία ότι αρκετοί, όταν αμφιταλαντεύονται μεταξύ των δύο, προτιμούν το ως επειδή το θεωρούν ασφαλέστερο (ως λόγιας προέλευσης που είναι) ή, επειδή το εκλαμβάνουν ως «επισημότερη» εκδοχή τού σαν. Η βασική αιτία όμως, και εδώ, είναι η αβεβαιότητα για το τι είναι σωστό και τι λάθος. Αν συμφωνούμε ότι πρέπει να είμαστε ελαστικοί απέναντι σε τέτοιου είδους «σφάλματα», θα πρέπει να τηρούμε αυτή τη στάση και προς τις δύο κατευθύνσεις. Μου φαίνεται π.χ. υπερβολική η αντίδραση του Χάρη για τον τίτλο της εκπομπής «Ωραίοι ως Έλληνες» - από τη στιγμή, μάλιστα, που υπάρχει μία πειστική εξήγηση (αυτή που του έδωσε ο φίλος του) για τη χρήση τού ως σε αυτήν την περίπτωση.

Θα συνεχίσω στο επόμενο σημείωμα. Εκείνο που προσπάθησα για την ώρα να δείξω, με αφορμή το άρθρο του Γιάννη Χάρη, είναι ότι γλωσσικά φαινόμενα που επηρεάζονται πιθανώς από ιδεολογικούς παράγοντες, καλό είναι να μην ερμηνεύονται στενά ιδεολογικά όταν παρατηρούνται σε υπολογίσιμη έκταση. Κάτι που απαντάται ευρέως στη γλωσσική χρήση είναι απίθανο να οφείλει την παρουσία του μόνο στην ιδεολογία μιας μερίδας ομιλητών.

* Διευκρίνιση: Ο παράλληλος σχολιασμός, αυτόν τον καιρό, απόψεων του κ. Χάρη από διάφορα γλωσσολόγια οφείλεται σε απλή σύμπτωση.

Τρίτη, Νοεμβρίου 21, 2006

Η επικρατούσα άποψις

Δεν μου διέφυγε το σχόλιο που έγινε πρόσφατα σε ένα παλιότερο σημείωμα – απλώς, έψαχνα για το βιβλίο του Μπιρτ (τον οποίο επικαλείται ο σχολιαστής) για να δω τι ακριβώς αναφέρει:

Το ακριβές είναι ότι λες χοντρές ανακρίβειες. Ποιοι είναι οι ακραίοι εξωεπιστημονικοί κύκλοι; Ο διάσημος Αρθούρος Έβανς; Ο καθηγητής κλασσικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο του Μαμβούργου Θεόδωρος Μπιρτ; Ο καθηγητής του πανεπιστημίου της Σόφιας Βλαδίμηρος Γκεοργκήεφ; Ακραίοι και εξωεπιστημονικοί είναι αυτοί και πολλοί άλλοι διαπρεπείς επιστήμονες που δέχονται την ελληνικότητα του αλφαβήτου; Διάβασε και τίποτα άλλο εκτός από τα βιβλία του Μπαμπινιώτη και μετά τα ξαναλέμε.

Στο μεταξύ, βέβαια, απάντησε επαρκώς και τεκμηριωμένα ένας δεύτερος σχολιαστής (στο τέλος του θρεντ). Το βιβλίο από το οποίο έχει αντλήσει την πληροφόρησή του ο πρώτος φαίνεται να είναι, πράγματι, το «Ελληνικόν Αλφάβητον» του κ. Πλεύρη. Αναφέρονται και εκεί οι συγκεκριμένοι επιστήμονες, με τους τίτλους τους πανομοιότυπα διατυπωμένους και με τα μικρά τους ονόματα, όπως στο σχόλιο, εξελληνισμένα. Ιδίως όμως η αρνητική αναφορά στον Μπαμπινιώτη (με τον οποίο ο Πλεύρης είχε μεγάλη κόντρα) δεν νομίζω να είναι συμπτωματική.

Το συγκεκριμένο βιβλίο έχει ενδιαφέρον από την άποψη ότι, με άξονα ένα από τα βασικά θέματα (αλφάβητο) στην ατζέντα των υπερελληνοκεντρικών, μπορεί κανείς να παρακολουθήσει τον τρόπο με τον οποίο είχε αρχίσει να αναπτύσσεται η εγχώρια εθνικιστική παραεπιστήμη πριν την αποφασιστική ώθηση που της έδωσε, κατά τη δεκαετία του ’90, η ιδιωτική τηλεόραση. Και ο ίδιος ο Πλεύρης, βέβαια, μέσω της τηλεόρασης έγινε ευρύτερα γνωστός, αλλά ήταν εκείνος που είχε ξεκινήσει τον θόρυβο (με δικαστήρια, επιστολές στις εφημερίδες, επιθέσεις κατά πανεπιστημιακών) για το θέμα του αλφαβήτου ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’80.

Γίνεται, λοιπόν, λόγος για «διαπρεπείς επιστήμονες που δέχονται την ελληνικότητα του αλφαβήτου». Τι σημαίνει «ελληνικότητα» σε αυτήν την περίπτωση; Μάλλον ότι η ελληνική αλφαβητική γραφή αποτελεί εξέλιξη προγενέστερων ελληνικών γραφών και ότι συστήματα γραφής άλλων γλωσσών δεν επέδρασαν καθόλου στη διαμόρφωσή της. Ο Πλεύρης, μάλιστα, υποστηρίζει ευθαρσώς ότι η επιστήμη έχει απορρίψει πλέον την άποψη περί φοινικικής προελεύσεως του ελληνικού αλφαβήτου και ότι μόνο στην Ελλάδα επικρατεί ακόμα το «Φοινικικόν ψεύδος». Παραθέτω ένα απόσπασμα από το βιβλίο του:

«Σήμερον η επικρατούσα άποψις είναι η αποδειχθείσα θέσις του διασήμου Άγγλου αρχαιολόγου Αρθ. Έβανς ότι το Ελληνικό και το Φοινικικό αλφάβητο προέρχονται εκ του αρχαιοκρητικού. Η άποψις αυτή υποστηρίζεται τώρα στα ξένα πανεπιστήμια και μάλιστα ο επιφανής Γερμανός καθηγητής της κλασσικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο του Μαρβούργου Θεόδωρος Μπιρτ, στο έργον του: Ο Μέγας Αλέξανδρος και ο Παγκόσμιος Ελληνισμός, που εκυκλοφόρησε και στα Ελληνικά (εκδ. Δαρέμα, σελ 146), δίχως την παραμικράν αμφιβολίαν διαβεβαιώνει: είναι μύθος ότι οι Φοίνικες επενόησαν το αλφάβητον».

Ο Μπιρτ (το βρήκα τελικά το βιβλίο του) γράφει συγκεκριμένα για τους Φοίνικες: «ικανοί και τολμηροί επιχειρηματίαι, ουδόλως όμως άνθρωποι των επιστημών και των πνευματικών ανακαλύψεων. Είναι μύθος το ότι οι Φοίνικες επενόησαν το αλφάβητον, εις τον οποίον όμως επίστευον και οι Έλληνες.» Παραβλέπουμε το ότι ο Πλεύρης έχει «σουλουπώσει» ελαφρώς το απόσπασμα, παραλείποντας το σημείο περί του τι πίστευαν οι ίδιοι οι αρχαίοι Έλληνες. Το θέμα είναι ότι ο Μπιρτ περιορίζεται στα παραπάνω, χωρίς να διευκρινίζει ποια ακριβώς από τις -πολλές και διάφορες- θεωρίες γύρω από την προέλευση της φοινικικής γραφής ασπάζεται. Παρ' όλα αυτά, ο Πλεύρης επικαλείται επανειλημμένως στο βιβλίο του αυτή τη φευγαλέα αναφορά του Γερμανού καθηγητή ως απόδειξη, παρακαλώ, του ότι «η άποψις αυτή (περί αρχαιοκρητικής καταγωγής) υποστηρίζεται τώρα στα ξένα πανεπιστήμια»! Εκτός του ότι η θέση του Μπιρτ για το ζήτημα δεν συνέπιπτε, πιθανότατα, με αυτήν του Πλεύρη, αρκεί η κοινή λογική για να αντιληφθείς ότι μία άποψη που επικρατεί στον επιστημονικό χώρο μπορείς να τη βρεις παντού, σε πάμπολλα συγγράμματα, όπου αναπτύσσεται τεκμηριωμένα. Τι είδους «επικρατούσα άποψη» είναι αυτή που για να αποδείξει κάποιος την ύπαρξή της είναι υποχρεωμένος να ανασύρει μέχρι και ξεκάρφωτα, ασαφή χωρία από ένα βιβλίο του 1925 για τον Μ. Αλέξανδρο;

Η θέση που φαίνεται να συγκεντρώνει την αποδοχή των περισσότερων επιστημόνων σήμερα, ενισχυμένη και από πρόσφατες αρχαιολογικές ανακαλύψεις, είναι ότι η φοινικική γραφή έχει προέλευση αιγυπτιακή. Και 100%, όμως, αν υποθέταμε ότι ίσχυε η λεγόμενη κρητική θεωρία (η οποία, πάντως, ουδέποτε υπήρξε ιδιαίτερα «δημοφιλής» στον επιστημονικό χώρο) δεν θα αναιρούταν το γεγονός ότι μεταγενέστεροι ομιλητές της ελληνικής δημιούργησαν για τη γλώσσα τους ένα νέο σύστημα γραφής χρησιμοποιώντας ως πρότυπο τη διαμορφωμένη πια φοινικική γραφή - η οποία υπήρξε πολύ διαφορετική από τη Γραμμική Β. Ήταν, ακριβώς, η δημιουργική προσπάθεια επεξεργασίας και προσαρμογής σε μία άλλη γλώσσα (ελληνικά) των ιδιαιτεροτήτων (σημείωση μόνο των συμφώνων, μικρός αριθμός γραμμάτων) της φοινικικής γραφής αυτό το οποίο "ενέπνευσε" σε κάποιους το λεγόμενο πραγματικό ή πλήρες αλφάβητο. Και δεν επρόκειτο για κάτι το παράδοξο. Η, κάτω από ποικίλες ιστορικές συνθήκες και συγκυρίες, επικοινωνία μεταξύ αλλόγλωσσων πληθυσμών της Μεσογείου έπαιξε, αποδεδειγμένα, αποφασιστικό ρόλο στη σταδιακή εξέλιξη της γραφής.

Για να είμαι δίκαιος, πάντως, το βιβλίο του κ. Πλεύρη είναι συχνά απολαυστικό. Κλείνω με ένα ενδεικτικό απόσπασμα:

«Οι Φοίνικες-Σημίτες, λένε, δεν μας έδωσαν ολόκληρο το αλφάβητο, αλλά μόνο τα σύμφωνα. Τα φωνήεντα τα βρήκαμε εμείς. Πώς γίνεται, λοιπόν, να είμαστε ικανοί να βρίσκουμε φωνήεντα και ανίκανοι να βρίσκουμε σύμφωνα; Γράφαμε οτιδήποτε προφέραμε. Προφέραμε σύμφωνα και φωνήεντα. Με ποια λογική, λοιπόν, μπορέσαμε να σημειώνουμε τα φωνήεντα μόνοι μας, ενώ τα σημεία των συμφώνων χρειάστηκε να τα πάρουμε από τους Φοίνικες;»

------

*Προσθήκη (22/11): Το σημείωμα αυτό συνέπεσε με μία ενδιαφέρουσα συζήτηση για το ίδιο θέμα στη Βικιπαίδεια. Ουσιαστικότατη υπήρξε η συμμετοχή σε αυτήν του Dr Moshe, τον οποίον και ευχαριστώ που με ενημέρωσε.

Σάββατο, Νοεμβρίου 11, 2006

Νέο e-mail

Επειδή το pathfinder παρουσιάζει πρόβλημα, αν τυχόν κάποιος είχε στείλει e-mail και δεν πήρε απάντηση, μπορεί αν θέλει να το ξαναστείλει στο:

logorammata@yahoo.gr

Τρίτη, Οκτωβρίου 10, 2006

Παιχνίδια με την Πάπισσα - Μέρος Β΄

(Μάλλον θα χρειαστεί να ανατρέξετε και στο πρώτο μέρος, όπως και σε αυτό το άρθρο του Ν. Σαραντάκου).

Αν και ούτε το Βερολίνο είναι αρχαία πόλη, ούτε παραδίδεται από κάπου ότι ο Σιμωνίδης ο Κείος καταγινόταν, εκτός από την ποίηση, και με την πλαστογράφηση χειρογράφων, πιθανόν αυτόν να σκεφτεί πρώτα όποιος διαβάσει ότι «ο Σιμωνίδης ηπάτησε τους Βερολινείους». Ο Ροΐδης, βέβαια, αναφέρεται σε σύγχρονό του και γνωστό στην τότε ελληνική κοινωνία πρόσωπο, γι’ αυτό δεν δίνει περισσότερες πληροφορίες. 140 χρόνια, όμως, μετά την πρώτη έκδοση της Πάπισσας, ένα σκέτο «Σιμωνίδης» μάλλον δεν αρκεί.

Νομίζω ότι κάποιες επεξηγηματικές υποσημειώσεις είναι πλέον απαραίτητες, είτε σε εκδόσεις του πρωτότυπου μόνο κειμένου, είτε σε μεταγλωττίσεις τύπου Καλοκύρη. Στις τελευταίες, θα μπορούσε να λειτουργήσει σαφηνιστικά και το μεταφρασμένο κείμενο (εδώ, για παράδειγμα, η συμπαράθεση του μικρού ονόματος του πλαστογράφου θα βοηθούσε στην αποφυγή παρανοήσεων). Ο Σαραντάκος επισημαίνει και την περίπτωση του «Εριγενούς Σκώτου», τον οποίο όλοι σήμερα γνωρίζουν ως Ιωάννη Σκώτο Εριγένη, ενώ παρατηρεί σωστά ότι ο «άγιος Γουτλάκος» (Saint Guthlac) πέθανε από φυσικά αίτια και όχι κατόπιν μαρτυρίου, όπως εικάζει ο Καλοκύρης. Προφανώς, ο τελευταίος παρανόησε το «οσίως τελευτήσας» του Ροΐδη, ο οποίος απλώς ειρωνεύεται τον αναχωρητή που αγίασε περνώντας όλη του τη ζωή μέσα σε έναν λάκκο.

Ας δούμε πώς θα μπορούσε να περάσει το ύφος αυτού του χωρίου σε μία μεταγλώττιση. Είχαμε προτείνει:

Άνθρωπος ευλαβής αυτός, αντάλλαξε τη νέα με ένα δόντι του αγίου Γουτλάκου (ο οποίος έζησε και πέθανε αγιότατα μέσα σε κάποιον λάκκο της Μερκίας).

Ίσως ο αναγνώστης να μην κατάφερνε να διακρίνει ειρωνεία στο επιτατικό αγιότατα, όπως ο Καλοκύρης δεν διέκρινε την ειρωνεία τού οσίως. Μία άλλη λύση θα ήταν η ίδια η καθαρεύουσα του αποσπάσματος!

Άνθρωπος ευλαβής αυτός, αντάλλαξε τη νέα με ένα δόντι του αγίου Γουτλάκου (του ζήσαντος και οσίως τελευτήσαντος μέσα σε κάποιον λάκκο της Μερκίας).

Ενώ στο πρωτότυπο, η ειρωνική χρήση δύο λέξεων θρησκευτικής χροιάς (οσίως, τελευτώ) «συσκοτίζεται» από τον γενικότερο αρχαϊσμό, εδώ η καθαρεύουσα ξεκαθαρίζει τα πράγματα: μέσα σε ένα σύγχρονο γλωσσικά κείμενο, η παρουσία της δεν μπορεί παρά να δηλώνει ειρωνεία, παραπέμποντας ευθέως στο εκκλησιαστικό ιδίωμα. Αν ως μεταγλώττιση εννοούμε την απόδοση ενός παλιότερου κειμένου με σύγχρονα λογοτεχνικά μέσα, δεν υπάρχει λόγος να αποκλείσουμε ακόμα και τη χρήση αρχαΐζουσας γλώσσας σε ορισμένες τέτοιες περιπτώσεις. Ένας σημερινός, άραγε, συγγραφέας δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει καθαρεύουσα απομιμούμενος (ειρωνικά ή μη) την επίσημη γλώσσα της Εκκλησίας;

Φαίνεται ότι έχει δημιουργηθεί κάποια σύγχυση μεταξύ των εννοιών μεταγλώττιση και εκλαΐκευση. Μεταγλωττίζω δεν σημαίνει απαραίτητα ότι κάνω πενηνταράκια ένα παλιότερο λογοτεχνικό έργο, ώστε να γίνει προσιτό σε αναγνώστες που θεωρούνται «ανεπαρκείς» – είτε λόγω ηλικίας, είτε λόγω μόρφωσης. Ο αναγνώστης στον οποίο απευθύνεται ο Ροΐδης είναι σαφώς ο ενήλικος μορφωμένος Έλληνας της εποχής του (και μιλάμε για μία εποχή που ο περισσότερος κόσμος δεν μπορούσε να διαβάσει καν- όχι να διαβάσει καθαρεύουσα). Σε αντίστοιχο τύπο αναγνώστη θα έπρεπε να απευθύνονται και οι επίδοξοι μεταφραστές του. Θεωρώ, μάλιστα, ότι επιτυχημένη θα ήταν μία μεταγλώττιση που θα άρεσε, πρώτα απ' όλα, σε κάποιους που είναι σε θέση να διαβάσουν και το πρωτότυπο κείμενο.

Είναι, πάντως, πολύ νωρίς (τριάντα, μόλις, χρόνια μετά την κατάργηση της καθαρεύουσας) για να μιλάμε για ενδογλωσσικές μεταφράσεις από την καθαρεύουσα στα νέα ελληνικά, με τον ίδιο τρόπο που μιλάμε για ενδογλωσσικές μεταφράσεις από τα αρχαία. Τέτοιου είδους εγχειρήματα θα έπρεπε να διέπονται, στην παρούσα φάση, μάλλον από πνεύμα γλωσσικού και υφολογικού πειραματισμού. Έχει ενδιαφέρον π.χ. η προσπάθεια απόδοσης στα νέα ελληνικά κάποιων λογοπαιγνίων της καθαρεύουσας. Ορισμένα απ' αυτά ίσως δεν μπορούν να αποδοθούν καθόλου στη ΝΕ. Το παρατηρεί ο Σαραντάκος, με αφορμή το λογοπαίγνιο του Ροΐδη με τον δεσπότη και τον καλόγηρο. Από την άλλη, για το «εξέπεσεν» (=«ξέπεσε», αλλά και «έπεσε από…») της ίδιας πρότασης, θα αποτελούσε ίσως λύση το ουσιαστικό πτώση, που μπορεί να ερμηνευθεί τόσο κυριολεκτικά, όσο και μεταφορικά στα νέα ελληνικά.

Έχει «ψωμί» το ζήτημα και θα μας απασχολήσει και σε επόμενα σημείωματα.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 09, 2006

Μία απαραίτητη συγγνώμη

Να ευχαριστήσω κατ' αρχάς, και από εδώ, τον Dr. Moshe που με ενημέρωσε για το πρόβλημα με τα comments. Ζητώ συγγνώμη από τον ίδιο, τον Valentin, τον Ολύμπιο, τη Ροδιά και την Kate που τα σχόλιά τους εμφανίζονται στο μπλογκ μετά από τόσον καιρό. Ελπίζω να μην πίστεψαν ότι έπεσαν θύματα λογοκρισίας. Για το πρόβλημα ευθύνεται κάποια εμπλοκή τού "moderation", που παρότι στις ρυθμίσεις εμφανιζόταν απενεργοποιημένο, στην πραγματικότητα δούλευε πυρετωδώς και κόντεψε να μου διώξει όλη την "πελατεία". ;) Τέλος πάντων, με τη βοήθεια ενός φίλου ειδικότερου από εμένα, το πρόβλημα διορθώθηκε και τα σχόλιά σας είναι στη θέση τους. Θα απαντήσω αύριο, μόλις βρω τον χρόνο. (Οι επισκέπτες του μπλογκ αξίζει να διαβάσουν τα ενδιαφέροντα σχόλια που έγιναν στο άρθρο Διαφωνίες "μελετητών", καθώς και ένα εύστοχο σχόλιο της Ροδιάς στο Κουίζ.)

Να πω, επίσης, ότι σε τέτοιες περιπτώσεις μπορείτε να μου στέλνετε κανένα e-mail. Αν δεν είχε, αυτή τη φορά, την ευγένεια να με ενημερώσει ο Dr. Moshe, κι εγώ κι εσείς θα απορούσαμε για αρκετό καιρό ακόμα γιατί δεν εμφανίζονται τα σχόλιά σας στο ιστολόγιο.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 05, 2006

Παιχνίδια με την Πάπισσα

Ροΐδης:

Ο ανώνυμος λοιπόν πατήρ της ηρωίδος μου ήτο Άγγλος μοναχός• εκ τίνος δε επαρχίας δεν ηδυνήθην να μάθω, μη ούσης ακόμη διηρημένης της Βρεττανίας εις κομιτάτα προς ευκολίαν των εισπρακτόρων. Κατήγετο δε εκ των Ελλήνων εκείνων αποστόλων, οίτινες εφύτευσαν τον πρώτον σταυρόν εις την χλοεράν Ιρλανδίαν, και υπήρξε μαθητής του Εριγενούς Σκώτου, όστις πρώτος εφεύρε τον τρόπον του κατασκευάζειν αρχαία χειρόγραφα, δι ων ηπάτησε τους τότε λογίους, ως ο Σιμωνίδης τους Βερολινείους. Ταύτα μόνα διέσωσεν ημίν η ιστορία περί του πατρός της Ιωάννας.

H δε μήτηρ αυτής εκαλείτο Γιούθα, ήτο ξανθή και έβοσκε τας χήνας Σάξωνος βαρόνου. Ούτος καταβάς την παραμονήν συμποσίου, ίνα εκλέξη την παχυτέραν, ωρέχθη και της ποιμενίδος, ην από του ορνιθώνος μετέφερεν εις τον κοιτώνα. Βαρυνθείς αυτήν μετ' ολίγον την έδωκεν εις τον οινοχόον, ο οινοχόος εις τον μάγειρον και ούτος εις τον χυτροκόρον, όστις ευλαβής ων αντήλλαξε την νεάνιδα μετά του μοναχού, λαβών αντ' αυτής οδόντα του Αγίου Γουτλάκου, του ζήσαντος και οσίως τελευτήσαντος εντός λάκκου τινός της Μερκίας. Ούτω εξέπεσεν η Γιούθα από της κλίνης του δεσπότου εις τας αγκάλας του καλογήρου [...].


Καλοκύρης:

Ο ανώνυμος λοιπόν πατέρας της ηρωίδας μου ήταν Άγγλος μοναχός• από ποια ακριβώς επαρχία δεν κατάφερα να μάθω, επειδή η Βρετανία δεν ήταν ακόμα χωρισμένη σε κομητείες για να διευκολύνονται οι φοροεισπράκτορες. Καταγόταν από εκείνους τους Έλληνες ιεραπόστολους, που φύτεψαν τον πρώτο σταυρό στη χλοερή Ιρλανδία και είχε μαθητεύσει κοντά στον Εριγενή Σκώτο, αυτόν που πρωτοανακάλυψε πώς κατασκευάζονται αρχαία χειρόγραφα, με τα οποία εξαπατούσε τους λόγιους της εποχής, όπως ο Σιμωνίδης τους Βερολινέζους. Αυτά είναι όλα όσα μας διέσωσε η ιστορία για τον πατέρα της Ιωάννας.

H μητέρα της τώρα, λεγόταν Γιούθα, ήταν ξανθιά και έβοσκε τις χήνες κάποιου Σάξονα βαρόνου ο οποίος, προετοιμάζοντας κάποτε ένα φαγοπότι, κατέβηκε να διαλέξει την παχύτερη, αλλά λαχτάρισε τη βοσκοπούλα και τη μετέφερε από το κοτέτσι στην κρεβατοκάμαρα. Όταν, μετά από λίγο, τη βαρέθηκε, την πασάρησε στον οινοχόο, ο οινοχόος στο μάγειρα και αυτός στον λαντζέρη ο οποίος, επειδή ήταν ευλαβής άνθρωπος, έδωσε το κορίτσι στον μοναχό, με αντάλλαγμα ένα δόντι του Αγίου Γουτλάκου, που έζησε και μαρτύρησε μέσα σε κάποιο λάκκο της Μερκίας. Έτσι η Γιούθα ξέπεσε από το κρεβάτι του αφέντη στην αγκαλιά του καλόγερου...


Hominid (διατηρώ αυτούσιες 2-3 προτάσεις του Καλοκύρη που δεν είχα λόγο να αλλάξω):

Ο ανώνυμος, λοιπόν, πατέρας της ηρωίδας μου ήταν Άγγλος μοναχός• από ποια ακριβώς επαρχία δεν κατόρθωσα να μάθω, καθώς η Βρετανία δεν είχε χωριστεί ακόμα σε κομητείες για την ευκολία των φοροεισπρακτόρων. Καταγόταν, πάντως, από τους Έλληνες εκείνους ιεραπόστολους που φύτεψαν τον πρώτο σταυρό στην χλοερή Ιρλανδία και υπήρξε μαθητής του Ιωάννη Σκώτου Εριγένη, που πρώτος εφεύρε την κατασκευή αρχαίων χειρογράφων σε νεότερες εποχές. Με τέτοια εξαπάτησε τους λογίους του καιρού του, όπως ακριβώς ο Κωνσταντίνος Σιμωνίδης τους σημερινούς Βερολινέζους. Αυτά είναι όλα όσα μας διέσωσε η ιστορία για τον πατέρα της Ιωάννας.

Η μητέρα της, πάλι, λεγόταν Γιούθα, ήταν ξανθή και έβοσκε τις χήνες ενός Σάξωνα βαρόνου. Κάποτε που ο βαρόνος κατέβηκε να διαλέξει την παχύτερη για ένα συμπόσιο που θα έκανε, ορέχτηκε και την ίδια και από τον ορνιθώνα τη μετέφερε στον κοιτώνα του. Μετά από λίγο τη βαρέθηκε, την έδωσε στον οινοχόο, ο οινοχόος στον μάγειρα και εκείνος στον λαντζιέρη. Άνθρωπος ευλαβής αυτός, αντάλλαξε τη νέα με ένα δόντι τού αγίου Γουτλάκου (ο οποίος έζησε και πέθανε αγιότατα μέσα σε κάποιον λάκκο της Μερκίας) που του έδωσε ο μοναχός. Αυτή ήταν, λοιπόν, η πτώση της Γιούθας από το κρεβάτι τού αφέντη και δεσπότη της στην αγκαλιά του καλόγερου.


Να καθησυχάσω τους επισκέπτες τής σελίδας, διευκρινίζοντας ότι το δικό μου πόνημα σκοπό είχε απλώς να με βοηθήσει να κατανοήσω από "μέσα" τις δυσκολίες μιας τέτοιας μεταγλώττισης και να διαπιστώσω αν όντως είναι τόσο δύσκολο, όσο συμπεραίνει κανείς από την εργασία τού Καλοκύρη, να αποδοθεί το ύφος τού Ροΐδη στα νέα ελληνικά. Και αν ναι, πού μπορεί να οφείλεται αυτό. Θα συνεχίσω στο επόμενο σημείωμα, βοηθούμενος από σχετικό άρθρο του Νίκου Σαραντάκου.

Τρίτη, Αυγούστου 15, 2006

Διαφωνίες "μελετητών"

Το να αφιερώνει ο –εκ πρώτης όψεως, σοβαρός- Κόμβος της Ελληνικής Γλώσσας (ABnet) χώρο «σε νέες προτάσεις-θεωρίες που αφορούν τόσο τη γραμματική δομή, όσο και την ιστορική εξέλιξη της γλώσσας μας» δεν είναι κάτι κακό. Κακό είναι να προβάλλονται ως «νέες προτάσεις-θεωρίες» απόψεις που δεν μπορούν, επ' ουδενί, να θεωρηθούν επιστημονικές. Και να νομιμοποιούνται, με αυτόν τον τρόπο, στα μάτια του ανενημέρωτου επισκέπτη της σελίδας.

Στην κατηγορία των άρθρων Η ιστορία της γλώσσας διαβάζουμε:

«Στην ενότητα αυτή δημοσιεύονται κείμενα σχετικά με την ιστορία και την προέλευση της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού αλφαβήτου. Ιδιαίτερα το ζήτημα της καταγωγής του αλφαβήτου έχει απασχολήσει και εξακολουθεί να απασχολεί τους μελετητές, σε βαθμό -πολλές φορές- έντονης αντιπαράθεσης μεταξύ αυτών που θεωρούν το ελληνικό αλφάβητο φοινικικής προελεύσεως και αυτών που το θεωρούν εφεύρεση ελληνική. Εδώ, αναφέρονται και οι δύο απόψεις ώστε ο αναγνώστης να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.»

Το πρώτο συμπέρασμα που θα βγάλει ο αναγνώστης, διαβάζοντας τα παραπάνω, είναι ότι οι μελετητές είναι όντως διχασμένοι και υπάρχουν δύο αντίθετες –ίσης, αφήνεται να εννοηθεί, αποδοχής και βαρύτητας- απόψεις. Αλλά η «αντιπαράθεση», για την οποία γίνεται λόγος, δεν αφορά διαφωνίες μεταξύ επιστημόνων. Δεν αμφισβητείται στον επιστημονικό χώρο ο ρόλος που έπαιξε η φοινικική γραφή στην εξέλιξη της (αλφαβητικής) ελληνικής. Ποιους Έλληνες ή ξένους ειδικούς έχουμε δει να διαφωνούν («έντονα», μάλιστα) σε αυτό το ζήτημα; Το ακριβές είναι ότι ο σχετικός θόρυβος παράγεται μόνο από ορισμένους ακραίους, εξω-επιστημονικούς κύκλους.

Μάλλον δεν θα αδικούσαμε το περιοδικό Δαυλός αν το κατατάσσαμε σε αυτούς τους κύκλους. Αναρωτιέμαι αν στους υπευθύνους τού ABnet δίνουν την εντύπωση σοβαρών επιστημονικών προσεγγίσεων άρθρα όπως αυτό του εκδότη τού περιοδικού κ. Λάμπρου, που φιλοξενούν στον ιστοχώρο τους. Έναν αναλυτικό -και καταλυτικό- σχολιασμό του άρθρου μπορείτε να βρείτε εδώ, όπου κάποιος Hellin είχε την ατυχή ιδέα να το δημοσιεύσει μεταφρασμένο στα αγγλικά, για να "διαφωτίσει" και τους ξένους. Δεν έχω να προσθέσω κάτι σε αυτά που γράφει στο φόρουμ ο Giles, παρά μόνον ότι ο μακαρίτης πρόεδρος τής Εταιρείας Ελλήνων Φιλολόγων Παναγιώτης Γεωργούντζος, τον οποίο ο κ. Λάμπρου συγκαταλέγει στους "αντι-φοινικιστές", δεν αμφισβητούσε τις φοινικικές καταβολές του ελληνικού αλφαβήτου. Απλώς υποστήριζε ότι η φοινικική γραφή πρέπει να θεωρείται μάλλον συλλαβική, παρά αλφαβητική όπως η ελληνική (αυτό είναι και το μόνο σημείο στο οποίο υπάρχουν όντως επιστημονικές διαφωνίες). Βέβαια, από τη στιγμή που ο κ. Λάμπρου πετσοκόβει και διαστρεβλώνει ανενδοίαστα ακόμη και διάσημα χωρία του Ηρόδοτου, θα αποτελούσε μεγάλη έκπληξη αν δεν έφερνε στα «μέτρα» του τις –διαφορετικές- απόψεις ενός φιλολόγου που δεν είναι γνωστός στο ευρύ κοινό.

Σάββατο, Ιουλίου 01, 2006

Κλειστόν λόγω...

...να πούμε λόγω θέρους; Τα ξαναλέμε όταν θα έχω τον χρόνο και τη διάθεση. Δροσερούς χαιρετισμούς.

Σάββατο, Μαΐου 13, 2006

Κουίζ

«Μετά την ένσαρκον οικονομίαν του Χριστού ως τριακοσίους χρόνους, ήτον τις βασιλεύς Μαξιμιανός ονόματι, το δε επίθετον Ερκούλιος, ο οποίος ήτον γαμβρός του βασιλέως Διοκλητιανού εις την θυγατέρα του. Λοιπόν, τοσούτον ήτον άτυχος και κακός άνθρωπος, ότι δεν ήθελεν ουδεποσώς να ακούση το όνομα του Χριστού. Αμή όπου και αν ήτον Χριστιανός, εσπούδαζεν να τον θανατώση. Πολλοί γουν από τους χριστιανούς υπήγαιναν και εμαρτυρούσαν δια την αγάπην του Χριστού. Ένας απ’ εκείνους ήτον και ο Άγιος Δημήτριος, ο σήμερον επαινούμενος. Ο οποίος ήτον μεν από την μεγαλόπολιν Θεσσαλονίκην κατά τα πάτρια, είχε δε και γονείς επισήμους άρχοντας και πρώτους των Μακεδόνων, πλην τόσον δεν ήτον τιμημένος και ένδοξος από το γένος του μόνον, όσον από την αρετήν του και την ευπρέπειαν της ψυχής. Διότι τόσον ενίκα τους ευγενείς και φρονίμους του καιρού εκείνου εις την κατάστασιν της ψυχικής ευγενείας του, όσον ήτον και ευμορφότερος παρά πάντας τους συνομηλίκους του.»

Άσκηση για όσους ασχολούνται με θέματα της ελληνικής γλώσσας και της ιστορίας της: Πώς θα χαρακτηρίζατε τη γλωσσική μορφή του παραπάνω αποσπάσματος;

Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε καθιερωμένους ή μη όρους, αλλά ο γενικότατος «λόγια γλώσσα» θα θεωρηθεί υπεκφυγή. ;)

Δευτέρα, Μαΐου 01, 2006

Τονικά σημεία άλλοτε αξιο-σημείωτα

Την προηγούμενη φορά, εξήγησα γιατί δεν θεωρώ την επινόηση και αρχική χρήση των πολυτονικών σημείων ως μία πρώιμη (τέλη 3ου π.Χ. αιώνα) εκδήλωση «αττικισμού» στο επίπεδο της φωνητικής - ως προσπάθεια, δηλαδή, συντήρησης ενός «ορθού» τρόπου προφοράς που είχε αρχίσει να αλλοιώνεται. Ανέφερα τους γνωστούς λόγους (ισχνή εμφάνιση στους παπύρους της εποχής, σαφηνιστική χρήση σε ομόγραφες κυρίως λέξεις, εφαρμογή πολύ συχνότερη σε κείμενα του παρελθόντος παρά σε σύγχρονα) που πείθουν ότι επρόκειτο για διακριτικά σύμβολα και όχι για κάποιο είδος αρχαιοελληνικών «phonetics».

Όσο, όμως, η ομιλουμένη απομακρυνόταν -και φωνητικά- από την αρχαία, οι τόνοι αποκτούσαν και άλλες ιδιότητες εκτός από τη διακριτική. Ενώ ο δυναμικός τονισμός έτεινε να επικρατήσει, ο προσωδιακός των παλιότερων κειμένων άρχισε να μελετάται αυτοτελώς (σχέση τόνου και φωνηεντικής ποσότητας, τόνου και θέσης της συλλαβής κτλ) και η πρακτική σημείωσης των τόνων, συνακόλουθα, να μεταβάλλεται. Μαθαίνουμε, για παράδειγμα, ότι φιλόλογοι του δεύτερου μ.Χ. αιώνα κατέκριναν την αντιαισθητική σημείωση της βαρείας σε κάθε άτονη συλλαβή, πράγμα που φανερώνει ότι υπήρχε πλέον η τάση να καταγράφεται ο τονισμός μιας λέξης ολοκληρωμένα. Στην επέκταση της χρήσης των τόνων έπαιξε ρόλο και το ότι, από όλα τα διακριτικά σημεία που είχαν επινοήσει οι Αλεξανδρινοί, τα τονικά ήταν εκείνα που παρείχαν στους μελετητές της αρχαίας ελληνικής τις περισσότερες πληροφορίες: δεν δήλωναν μόνο την προσωδία αλλά, σε μεγάλο βαθμό, και τον χρόνο των φωνηέντων. Έτσι, χάρη σε αυτά, απεφεύχθη η ευρύτερη χρήση άλλων ειδικών συμβόλων που έδειχναν αποκλειστικά τη μακρότητα και τη βραχύτητα. Συνεπώς, οι τόνοι (που διατηρούσαν, παράλληλα, και τη διακριτική λειτουργία τους στις περιπτώσεις των ομογράφων) ήταν χρήσιμοι συμβάλλοντας στην αντιμετώπιση των φιλολογικών δυσχερειών που είχαν προκύψει από τις ριζικές μεταβολές στην φωνητική της ελληνικής.

Γύρω στον 9ο μ.Χ. αιώνα, η χρήση τους γενικεύεται. Ξένοι γλωσσολόγοι, που έχουν ασχοληθεί με το πολυτονικό κυρίως από τη σκοπιά της αρχαίας ελληνικής (χωρίς να τους προβληματίζουν οι μεταγενέστερες «επιπλοκές» του ζητήματος), δεν βρίσκουν τίποτα το μεμπτό σε αυτή τη μεσαιωνική καινοτομία. Ορισμένοι από τους εγκυρότερους, μάλιστα, την εκθειάζουν: «Το σημερινό σύστημα δήλωσης των τόνων, γράφει ο W. Sidney Allen (Vox Graeca), βασίζεται σε μια παλιά βυζαντινή ανάπτυξη και συστηματοποίηση αλεξανδρινών κανόνων.» Και αποτελεί «μία οικονομική αναπαράσταση των φωνητικών δεδομένων (της αρχαίας ελληνικής), που αξίζει κάθε έπαινο». Αν υποθέσουμε ότι δεν είχε επιχειρηθεί ποτέ εκείνη η «γενίκευση» και ότι πολυτονικό σύστημα ολοκληρωμένο δεν είχε υπάρξει ποτέ, δεν αποκλείεται σύγχρονοι ειδικοί σαν τον Allen να έκαναν κάτι ανάλογο. Να προσπαθούσαν, δηλαδή, βασιζόμενοι στα διακριτικά σημαδάκια που φειδωλά σημείωναν οι φιλόλογοι της Αλεξάνδρειας, να εξαγάγουν γενικότερα συμπεράσματα για την αρχαιοελληνική φωνητική και μέσα, ακριβώς, από μία διαδικασία ανάπτυξης και συστηματοποίησης κανόνων, να φτάσουν σε μία ολοκληρωμένη αναπαράσταση της προσωδιακής προφοράς. Η οργάνωση του πολυτονικού, ως συστήματος, δεν ήταν αυθαίρετη επιστημονικά. Βασίστηκε σε μία μακρόχρονη εργασία πάνω στη φωνητική των αρχαίων ελληνικών, τα πορίσματα της οποίας γίνονται δεκτά σήμερα από την ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία. («Τα τονικά σημεία, γράφει ο Allen, μπορούν, σε γενικές γραμμές, να θεωρηθούν αξιόπιστες ενδείξεις για την μελωδία της λέξης».) Το θέμα δεν είναι πώς έγραφαν ή δεν έγραφαν οι αρχαίοι, αλλά αν ένας μεταγενέστερος τρόπος γραφής της αρχαίας ελληνικής 1) είναι -με βάση γλωσσολογικά κριτήρια- επιστημονικά ορθός και 2) εξυπηρετεί νεότερες φιλολογικές ανάγκες. Και στα δύο αυτά ερωτήματα, όσον αφορά την πολυτονική γραφή, η απάντηση φαίνεται να είναι καταφατική.

Αν, όμως, για τους παραπάνω λόγους, είναι αποδεκτή γενικά η εφαρμογή των τονικών σημείων στα αρχαιοελληνικά κείμενα, δεν ισχύει το ίδιο για την εφαρμογή τους σε κείμενα μεταγενέστερα – γραμμένα όταν η φωνητική της γλώσσας είχε εξ ολοκλήρου μεταβληθεί. Όχι αδικαιολόγητα, χαρακτηρίζεται εσφαλμένη και αναχρονιστική, αφού τόσο ο προσωδιακός τονισμός, όσο και η διχρονία των φωνηέντων ήταν στοιχεία που δεν διατηρούσε πια η ελληνική. Παραγνωρίζεται, ωστόσο, ένα βασικότατο στοιχείο: η αττικιστική παράδοση. Για πολλούς αιώνες, και ανεξάρτητα από τη φωνητική και τη γενικότερη εξέλιξη της γλώσσας, η γραφομένη παρέμενε συναφέστατη προς την αρχαία ελληνική. Η περίοδος, μάλιστα, από τον 9ο μέχρι τα τέλη του 12ου αιώνα χαρακτηρίζεται, από μελετητές της βυζαντινής λογοτεχνίας, ως ακραιφνώς αττικίζουσα. Το πολυτονικό, λοιπόν, δεν χρησιμοποιήθηκε στην ομιλουμένη της εποχής, αλλά αφενός μεν στην αρχαία ελληνική και αφετέρου σε μία γραφόμενη γλώσσα που είχε για πρότυπο και απομιμούταν την αρχαία ελληνική. Το ζήτημα της εφαρμοσιμότητάς του σε μεταγενέστερες γλωσσικές μορφές δεν ήταν δυνατόν να τεθεί προτού αυτές αρχίσουν να χρησιμοποιούνται στον γραπτό λόγο. Και αυτό συνέβη πολλούς αιώνες αργότερα.

Ας έχουμε επίσης κατά νου ότι τα αρχαία ελληνικά διαβάζονταν πάντα με την εκάστοτε σύγχρονη προφορά. Στον ελληνόφωνο χώρο δεν υπήρξαν ποτέ «ερασμικές» τάσεις. Αυτό ίσχυε, βέβαια, και για τον τονισμό: όλα τα κείμενα, ανεξάρτητα από τον χρόνο συγγραφής τους, τονίζονταν –κατά την ανάγνωση- με τον νεότερο «δυναμικό» τρόπο. Οπότε ήταν φυσικό, και γι’ αυτόν τον επιπλέον λόγο, να μη γίνεται διάκριση μεταξύ αρχαίων και αρχαϊζόντων-αττικιζόντων κειμένων. Όταν η σημείωση των τόνων γενικεύτηκε στα μεν, γενικεύτηκε και στα δε. Αν δοκιμάζαμε, σήμερα, να γράψουμε κείμενα σε αττικίζουσα γλώσσα, δεν θα χρησιμοποιούσαμε άραγε κι εμείς το πολυτονικό (ακόμα κι αν δεν έχουμε ιδέα για το πώς ακουγόταν η αρχαία προσωδία) ως καθιερωμένο στοιχείο της γραφής της αρχαίας ελληνικής - και των όποιων, επομένως, απομιμήσεών της; Θα ήμασταν, έτσι κι αλλιώς, υποχρεωμένοι να τηρούμε τη θέση του τόνου ανάλογα με τον χρόνο των φωνηέντων στις τελευταίες συλλαβές, οπότε θα έπρεπε να λαμβάνουμε υπόψη τους σχετικούς κανόνες. Και νομίζω ότι τα σημεία του πολυτονικού θα μας βοηθούσαν να τους θυμόμαστε και τους τηρούμε - όπως, μάλλον, βοηθούσαν και τους αττικίζοντες συγγραφείς του Μεσαίωνα.

Απομένει ακόμα ένα σημείωμα, για το πολυτονικό σε σχέση με τη νεότερη πια γλώσσα. Διευκρινίζω ότι σκοπός αυτών των αναφορών δεν είναι να επιχειρηματολογήσω υπέρ ή κατά της σύγχρονης χρήσης του πολυτονικού αλλά, αντίθετα, να εξετάσω το ζήτημα έξω από τα πλαίσια της τωρινής διαμάχης και να προσπαθήσω να αναδείξω κάποιες βασικές πτυχές του (όπως αυτή του αττικισμού), που βλέπω να θίγονται από ανεπαρκώς έως καθόλου.

Σάββατο, Μαρτίου 18, 2006

Αϊ-Βασίλης και γιούλμπασι (yilbasi)

Μέχρι να μου έρθει όρεξη να συνεχίσω με το πολυτονικό, επιτρέψτε μου να σας συστήσω έναν εξαίρετο Τούρκο μελετητή, τον Polat Kaya. Ο Kaya έχει ασχοληθεί κυρίως με τις ρίζες των ινδοευρωπαϊκών και σημιτικών γλωσσών, και θεωρεί ότι οι γλώσσες αυτές κατασκευάστηκαν τεχνητά μέσω μιας διαδικασίας αποκοπής και επικόλλησης ("cut and paste") λέξεων ή φράσεων από τα αρχαία τουρκικά. Οι λέξεις που προέκυψαν με αυτόν τον τρόπο είναι, όπως λέει, τόσο καλά καμουφλαρισμένες (camouflaged) ώστε είναι σχεδόν αδύνατον να ανιχνευθεί η αληθινή τουρκική τους ρίζα.

Ας πάρουμε για παράδειγμα τη δήθεν ελληνική λέξη πολεμικός. Κατ' αρχάς, όπως εξηγεί ο Kaya, το P δεν είναι γράμμα εμπιστοσύνης, αφού μπορεί να αναπαριστά διαφορετικούς φθόγγους (π.χ. το "πι" ή το "ρο"). Επίσης, ύπουλοι αναγραμματιστές (anagrammatists) μπορούν να το στριφογυρίσουν, μετατρέποντάς το σε q, b ή d. Αυτή η χρήση "πολυπρόσωπων" γραμμάτων αποσκοπεί στην απόκρυψη της πραγματικής τουρκικής καταγωγής των λέξεων. Η σωστή, λοιπόν, ετυμολογία τού πολεμικός είναι:

DALAMASK (=σκυλοκαβγάς, άγρια πάλη)> DALAMASK-O (="είναι σκυλοκαβγάς")> POLISMEK-O (με δόλια αντικατάσταση του D)> POLEMIKOS

Ένα άλλο παράδειγμα είναι το εξίσου ψευδοελληνικό αγιοβασιλιάτικος:

YIL BASI GECESITI O (="είναι το βράδυ της πρωτοχρονιάς") > GIL-BASI-KASA[O]ITI-O > AGIOBASILIATIKOS (εδώ κι αν δεν οργίασαν οι αναγραμματιστές!)

Έχει κι άλλα πολλά (διάβασα τελευταίο το αγριοκάτσικον - τώρα ψάχνω για το αγριογκόμενα), που τελικά αποδεικνύουν ότι η Πρωτογλώσσα ήταν φυσικά η τουρκική, που ομιλούταν παγκοσμίως μέχρι και τα μισά τής πρώτης χιλιετίας π.Χ. Για τον ρόλο που έπαιξε σε αυτό η αρχαία τουρανική θρησκεία OGUZ (η πρώτη θρησκεία της ανθρωπότητας) και για περαιτέρω ενημέρωση μπορείτε να ανατρέξετε στα κείμενα του Τούρκου μελετητή.

Υ.Γ. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και -παραγλωσσολογικές- καταστάσεις σε γειτονικές τής Τουρκίας χώρες είναι καθαρά συμπτωματική.

Τετάρτη, Μαρτίου 08, 2006

Ήταν τονικό το πολυτονικό;

Λειτούργησε ποτέ, άραγε, το πολυτονικό ως πραγματικό τονικό σύστημα; Διαβάζουμε συχνά ότι τα εν λόγω σημεία επινοήθηκαν για την αποτύπωση -και, ενδεχομένως, τη διαφύλαξη- τής προσωδιακής εκφοράς των ελληνικών, σε μια περίοδο που αυτή είχε αρχίσει να χάνεται. Ή ακόμα και για να μάθουν να μιλούν "προσωδιακά" οι αλλόγλωσσοι ελληνομαθείς των αλεξανδρινών χρόνων.

Οι μελετητές, όμως, αποφαίνονται ότι η αρχικά περιορισμένη και ακανόνιστη χρήση των τόνων και των πνευμάτων σκοπό είχε την αποφυγή κάποιων συγχύσεων που προκαλούσε η ατονική γραφή. Χρησιμοποιούνταν, κυρίως, για τη διάκριση ομόγραφων λέξεων (είμι/ειμί, νόμος/νομός κτλ). Σε αυτήν την περιστασιακή επίθεση διακριτικών σημείων σε ορθογραφικά αμφίσημες λέξεις δύσκολα θα διέβλεπε κανείς πρόθεση γενικής καταγραφής τής προσωδίας, στα πλαίσια μιας "ρυθμιστικής" φωνητικής. Από το να αποτελούσε το πρώιμο πολυτονικό ένα είδος οδηγού για την "ορθή" προφορά τής ελληνικής, πολύ πιθανότερο φαίνεται να εξυπηρετούσε φιλολογικές και αναγνωστικές ανάγκες παρεμφερείς με αυτές μεταγενέστερων περιόδων- όταν είχε πλέον εκλείψει η προσωδία.

Ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος, στον οποίο αποδίδεται η επινόηση τού πολυτονικού, ήταν επίσης ο εμπνευστής του πρώτου συστήματος στίξης. Αν αναλογιστούμε ότι όλη του τη ζωή ασχολούταν με τη φιλολογική επιμέλεια σημαντικών λογοτεχνικών έργων τού παρελθόντος και ότι, γενικά, στην Αλεξάνδρεια πραγματοποιούταν τότε μία πρωτοφανούς έκτασης και έντασης φιλολογική εργασία, δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε τι είδους ανάγκες εξυπηρετούσε η δημιουργία και χρήση κάποιων διακριτικών σημείων. Σαν εργαλεία για τους φιλολόγους-επιμελητές εκείνης τής εποχής πρέπει, πρώτα απ' όλα, να τα δούμε. Ευρύτερη χρησιμοποίησή τους δεν πιστοποιείται και, για πολλούς αιώνες, οι μεν τόνοι ελάχιστα εμφανίζονταν στη γραφή, τα δε σημεία τής στίξης ακόμα λιγότερο, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να εκλείψουν (τα σημερινά σημεία στίξης δεν είναι εξέλιξη εκείνων).

Ισχυρίζομαι, λοιπόν, σε πρώτη φάση, ότι το πολυτονικό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αληθινά τονικό σύστημα, γιατί μάλλον ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκε ως τέτοιο. Είναι απίθανο να διάβασε ποτέ κανείς «προσωδιακά» τα αρχαία ελληνικά στηριζόμενος σε κάποιες σκόρπιες οξείες, βαρείες και περισπωμένες. Όλα δείχνουν ότι επρόκειτο για διακριτικά και όχι φωνητικά σύμβολα. Μόνο έμμεσα, επομένως, μπορεί να ειπωθεί ότι δήλωναν τον προσωδιακό τονισμό. Η δε χρησιμότητά τους ήταν, εν πολλοίς, η ίδια που είναι σήμερα (π.χ. διάκριση των ομογράφων). Μόνο που ο μεταγενέστερος ισοχρονισμός των φωνηέντων και η εξαφάνιση τής προσωδίας κατέστησαν αυτά τα σημεία πιο απαραίτητα από πριν, αφού πλέον παρείχαν και πληροφορίες (για τον χρόνο, ιδίως, των φωνηέντων) απαραίτητες στους μελετητές τής αρχαίας ελληνικής. Αυτό εξηγεί, εν μέρει, και τους λόγους τής ευρύτερης χρήσης τους μετά τον δεύτερο μ.Χ. αιώνα (όταν, δηλαδή, είχε επικρατήσει ο δυναμικός τονισμός). Φυσικά, τότε υπήρχε πια και η καταλυτική παράμετρος Αττικισμός.

Στο επόμενο (με δόσεις θα το πάμε), κάποιες σκέψεις για τη μεσαιωνική καθιέρωση του πολυτονικού ως μόνιμου στοιχείου της γραφής και γιατί αυτή δεν μπορεί να εξεταστεί έξω από τα πλαίσια τής αττικιστικής παράδοσης.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 21, 2006

Περί των "φαντασμάτων" του Γεωργίου Χατζιδάκι

Επί της ουσίας (δηλ. την αποδοχή στον γραπτό λόγο κάποιων δοκιμασμένων, λογικών ορθογραφικών απλοποιήσεων) με βρίσκει γενικά σύμφωνο το τελευταίο άρθρο του Γιάννη Χάρη στα Νέα. Η διαφωνία μου έγκειται στον τρόπο που παρουσιάζει τον Γεώργιο Χατζιδάκι και τα "φαντάσματά" του: Δεν μπορείς να παραθέτεις επιλεκτικά κάποιους ορθογραφικούς τύπους που είχε προτείνει ο μεγάλος γλωσσολόγος, και που σήμερα μάς φαίνονται εξεζητημένοι (π.χ. Βασίλεις, γέρως, μύτι), και να μην αναφέρεις το βασικό: Ότι από αυτόν ξεκίνησε η επιστημονική ετυμολόγηση και, συνεπώς, και ορθογράφηση της Νέας Ελληνικής. Η οποία μέχρι τότε θεωρούταν παρεφθαρμένη αιολοδωρική διάλεκτος.

Παραθέτει ο Χάρης ορισμένες γραφές του Χατζιδάκι φύρδην-μίγδην μαζί με άλλες "παλιές", όπως καλλήτερα, είνε, νηάτα κτλ. Μα τι σχέση έχουν τέτοιες εσφαλμένες (λόγω παρετυμολόγησης) ορθογραφήσεις με τον σχολαστικά επιστημονικό τρόπο του Χατζιδάκι- όταν μάλιστα αυτός ο ίδιος ήταν που τις διόρθωσε; (Μπορεί κανείς να διαβάσει τις σχετικές, εκτεταμένες αναλύσεις του στα Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά.) Άλλο το λάθος, άλλο η σχολαστικότητα. Δεν έκανε "λάθος" ο Χατζιδάκις όταν π.χ. έγραφε το αγαπάω με υπογεγραμμένη στο τελευταίο άλφα. Απλώς ήθελε να δείξει ορθογραφικά την προέλευσή του και να το ξεχωρίσει από το αρχαίο ασυναίρετο αγαπάω, με το οποίο οι νεοελληνικοί τύποι αγαπάω, αγαπάει είναι τελείως άσχετοι. Ούτε έκανε λάθος, όταν έγραφε την αιτιατική πληθυντικού του θηλυκού άρθρου ως τοις (αντί τις): Ο ίδιος είχε δείξει ότι η ονομαστική του πληθυντικού οι είχε παρθεί από το αρσενικό άρθρο και ότι, στη συνέχεια, η αιτιατική σχηματίστηκε αναλογικά με το οι της ονομαστικής (και με την επίδραση, πιθανότατα, της ενικής αιτιατικής την: όπως η-την στον ενικό, έτσι και οι-τοις στον πληθυντικό). Έγραφε τοις, επίσης, επειδή το τις ετυμολογικά υποδείκνυε φωνολογική προέλευση από το άσχετο, εν προκειμένω, τες. (Συγγνώμη για τα κουραστικά παραδείγματα, αλλά ήθελα να δείξω ότι ο άνθρωπος και γνώση είχε και μέθοδο. Άλλο θέμα ότι δεν έχει νόημα να ξαναθέτουμε σήμερα ορθογραφικά ζητήματα που έχουν λυθεί από τον χρόνο και τη χρήση.)

Από την άλλη, κάτι γραφές όπως βαπώρι, τημώνι, ψαίλνω, δεν ξέρω πού τις πέτυχε ο Χάρης και τις αποδίδει στον Χατζιδάκι. Στα βιβλία του που έχω διαθέσιμα, βρίσκω αυτές τις λέξεις όπως τις γράφουμε σήμερα. Ούτε τον τύπο βαρκάροιδες, που είναι και στον τίτλο του άρθρου, βρίσκω πουθενά. Βαρκάρις-βαρκάριδες πρότεινε ο Χατζιδάκις, κατά το καβαλλάρις (από το καβαλλάριος) και τα λοιπά λατινικά σε -άριος. Έχω, επίσης, την εντύπωση ότι ο Χάρης εκλαμβάνει εσφαλμένα κάποιες καθαρά γλωσσολογικής χρήσης γραφές του Χατζιδάκι (όπως π.χ. τα υφέν που έβαζε για να δείξει τη συνίζηση) ως ορθογραφικές του επιλογές.

Φυσικά, δεν αμφισβητώ ότι η απόλυτη στάση του Χατζιδάκι ως προς την εφαρμογή της ιστορικής ορθογραφίας, τον οδήγησε και σε υπερβολές, όπως Βασίλεις (από το Βασίλειος), πίστι (από το πίστις), γέρως (από το γέρων) κτλ. Αλλά όπως ο ίδιος έγραφε:

"Σκοπός μου δεν είναι κατά τας ερεύνας ταύτας να προσηλυτίσω τινάς υπέρ τούτου ή υπέρ εκείνου, ουδέ να φροντίσω να τύχωσι πρακτικής εφαρμογής και χρήσεως τα γινωσκόμενα, αλλά να ανεύρω την εν τη ιστορία αρχήν των λέξεων και τύπων και τον τρόπον καθ' ον προήλθον, εξετάζων δ' έπειτα τα φαινόμενα, συλλήβδην τε και καθ' έκαστα, να αναζητήσω τους γενικούς νόμους, τους διήκοντας δι' αυτών τας εν αυτοίς επικρατούσας ή αντιμαχομένας αρχάς, και κατά δύναμιν να υπαγάγω τα φαινόμενα υπό διαφόρους νόμους ίνα νοήσωμεν όντως αυτά επιστημονικώς."

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 16, 2006

51.807


Ακριβώς τόσες είναι οι λέξεις που "εξήγαγε η Ελλάδα στον κόσμο", σύμφωνα με διαφήμιση της μπύρας Μύθος. Τη σχολιάζει στη σελίδα του ο Νίκος Σαραντάκος, που αναρωτιέται πώς μετρήσανε τις λέξεις οι διαφημιστές.

Στην πραγματικότητα, 51.807 είναι τα ελληνικής προελεύσεως λήμματα, που ο γνωστός λεξικογράφος Αριστείδης Κωνσταντινίδης ανέφερε παλιότερα ότι είχε μετρήσει στα αγγλικά λεξικά. Στο βιβλίο του Οι ελληνικές λέξεις στην αγγλική γλώσσα παρέθετε μόνο τα 20.500 από αυτά τα λήμματα, αποκλείοντας τα υπόλοιπα ως υπερβολικά "εξειδικευμένα". Στο πιο πρόσφατο και πολύ ογκωδέστερο έργο του Η οικουμενική διάσταση της ελληνικής γλώσσας, περιλαμβάνει 135.000 ελληνικές ή "ελληνογενείς" λέξεις. (Περισσότερα από τον ίδιο τον συγγραφέα, εδώ.)

Το λατινικό audio, πάντως, δεν το αναφέρει ως ελληνικό ο Κωνσταντινίδης, οπότε εκ παραδρομής φαίνεται ότι το συμπεριέλαβαν οι διαφημιστές στη λίστα με τις ελληνικές λέξεις. Για το aeroplane, πάλι, δίνουν ελληνική ετυμολογία και κάποια ξένα λεξικά (όπως το Concise Oxford Dictionary of English Etymology), συνεπώς ο λεξικογράφος ήταν μάλλον "καλυμμένος".

Πάντως, δεν συμμερίζομαι την εικασία του Σαραντάκου ότι η διαφήμιση αποσκοπούσε στην ψηφοθηρική κολακεία των εθνικιστών της Θεσσαλονίκης (μπορεί, λέει, να κατέβει εκεί για δήμαρχος ο ιδιοκτήτης της εταιρείας). Όπως ο ίδιος γράφει, υπάρχει μόνο στο "Ελευθέριος Βενιζέλος" και σε γλώσσα αγγλική, οπότε μάλλον απευθύνεται στους ξένους επισκέπτες. Πρώτη φορά είναι, άλλωστε, που δικοί "μας" προσπαθούν να εντυπωσιάσουν τους ξένους με μεγαλοστομίες για την προσφορά μας στον παγκόσμιο πολιτισμό;

Δυο λόγια

Διαβάζω και έχω αρχίσει να συμμετέχω σε κάποια αξιόλογα μπλογκ γλωσσικής θεματολογίας, αλλά ήθελα και ένα χώρο για να ανοίγω δικά μου θέματα και να τα αναπτύσσω διεξοδικότερα. Τα υπόλοιπα, στην πορεία.