Πέμπτη, Ιανουαρίου 18, 2007

Χωρίς νι και σίγμα

«Κανένας πια δεν εργάζεται, όλοι δουλεύουν, κανείς δεν ερευνά, αναζητεί, διερευνά, καταζητεί, όλοι ψάχνουν, κανείς δεν συλλαμβάνεται πλέον, αλλά μόνο πιάνεται, κανένας δεν θέτει το πρόβλημα, αλλά μόνο το βάζει, δεν υπάρχει πια συμμετοχή γονέων παρά μόνο γονιών, τα παιδιά δεν πηγαίνουν σε σχολείο αλλά μόνο σε σχολειό, τίποτα πλέον δεν είναι επιτυχημένο αλλά μόνο πετυχημένο, κι ούτε υπάρχουν υψηλές τιμές, επιδιώξεις κτλ. αλλά μόνο ψηλές

Το απόσπασμα είναι από κείμενο που γράφτηκε στα μέσα της δεκαετίας του ‘80 και ο τρόπος που παρουσιάζεται εδώ σίγουρα αδικεί τον συντάκτη του, Γιάννη Καλιόρη. Στα βιβλία του βρίσκει κανείς άλλες –καίριες- γλωσσικές παρατηρήσεις, με τις οποίες ο χρόνος φάνηκε σαφώς φιλικότερος. Εκείνη την περίοδο, άλλωστε, υπήρχε όντως μία τάση για γλωσσικές υπερβολές σαν αυτές που αναφέρει. Παρόλα αυτά, δικαιολογημένα θα διέκρινε κανείς μία υπερβολή και στην ίδια την περιγραφή του. Δεν φαίνεται πιθανό, λέξεις όπως συλλαμβάνομαι, θέτω, ερευνώ κ.α., που χρησιμοποιούνται ευρέως σήμερα, ή τύποι λέξεων όπως σχολείο ή υψηλός (με τη μεταφορική σημασία του), οι οποίοι επικρατούν πλέον συντριπτικά, να ήταν υπό εξαφάνιση πριν από είκοσι χρόνια. Ακόμα κι αν υπήρξε τότε μία συνειδητή προσπάθεια περιορισμού των «λόγιων» στοιχείων της γλώσσας, από τα αποτελέσματά της συμπεραίνουμε ότι δεν είχε τις τεράστιες διαστάσεις που της απέδιδε ο Καλιόρης.

Ως «πολεμικά δοκίμια» χαρακτήριζε τα κείμενά του για τη γλώσσα ο τελευταίος - πολεμικές είναι βέβαια, σε μεγάλο βαθμό, και οι γλωσσικές επιφυλλίδες του Γιάννη Χάρη, από το αντίπαλο «στρατόπεδο». Και θεωρώ ότι κανείς από τους δύο δεν αποφεύγει απόλυτα τις παγίδες που κρύβει μία, ορισμένων αφετηριών και στόχων, πολεμική. Εκτός του ότι υπερβάλλουν σαφώς στις περιγραφές τους, αμφότεροι υποτιμούν και υποβαθμίζουν τις μη ιδεολογικές παραμέτρους της γλωσσικής χρήσης: μακροπρόθεσμα, όπως έχει αποδειχθεί στην πράξη, η ίδια η γλώσσα θέτει όρια και φραγμούς στις όποιες ιδεολογικές τάσεις εκδηλώνονται εντός της. Είναι απίθανο να «περάσει», τελικά, κάτι που εναντιώνεται έντονα στο γλωσσικό αισθητήριο. Γι' αυτόν τον λόγο, δεν δικαιολογείται και η κινδυνολογική χροιά που προσλαμβάνουν συχνά τα γραφόμενα των Χάρη και Καλιόρη: σε κάτι άσχημο, ισχυρίζονται, θα οδηγήσουν οι καταγγελλόμενες τάσεις αν δεν αντιμετωπιστούν, κάποια ανεπιθύμητα -ή και καταστροφικά- αποτελέσματα θα επιφέρουν. Για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, θεωρούν ότι η γλώσσα κινδυνεύει.

Η βασική, όμως, αδυναμία αυτού του είδους της κριτικής είναι η μονομέρειά της. Ακόμα κι αν δεν σπανίζουν οι εύστοχες παρατηρήσεις στα γραπτά σοβαρών σχολιαστών όπως οι συγκεκριμένοι, η εικόνα που δίνουν για τη γλωσσική πραγματικότητα είναι μερική και, πιθανότατα, παραπλανητική. Αναφέρθηκα πριν σε κάποιες όχι απολύτως πειστικές περιγραφές του κ. Καλιόρη, ενώ και ο κ. Χάρης δείχνει δυσανάλογα μικρό ενδιαφέρον για άλλες εμφανείς τάσεις πλην αυτών που καταγγέλλει - π.χ. τις χρηστικά αδικαιολόγητες υπερβολές μιας επιδεικτικής αγγλομάθειας, η οποία χαρακτηρίζει ένα σημαντικό μέρος των ελληνικών ΜΜΕ. Βρίσκει κανείς εκείνο που ψάχνει, και το γλωσσικό τοπίο είναι πλέον αρκετά σύνθετο ώστε να προσφέρει σε κάποιον τα παραδείγματα που χρειάζεται για να υποστηρίξει την Α ή τη Β θέση. Όταν, όμως, η κριτική της γλωσσικής χρήσης δεν ξεχωρίζει τα διάφορα επίπεδα, και υπερτονίζει ή υποβαθμίζει φαινόμενα και τάσεις κατ’ επιλογή, τότε δεν λέει όλη την αλήθεια.

Επανερχόμενος στο ζήτημα αν υφίσταται σήμερα κάποια άξια λόγου –ή ανησυχίας- εξαρχαϊστική τάση στη γλώσσα, η δική μου απάντηση είναι αρνητική. Για τους εξής λόγους:

Πρώτον, κάτι τέτοιο δεν συνάγεται από τη συνολική εικόνα. Εκτός κι αν έχεις τεταμένη την προσοχή για να εντοπίζεις τέτοιες περιπτώσεις, δεν αποκομίζεις την εντύπωση «εξαρχαϊσμένου» λόγου από τις σημερινές εφημερίδες και τα περιοδικά, την τηλεόραση και το ραδιόφωνο, το διαδίκτυο. Ας σημειωθεί, επίσης, ότι ο «αρχαϊσμός» είναι κάτι συγκεκριμένο (κατά το λεξικό Τριανταφυλλίδη: η χρήση απαρχαιωμένων, ξεπερασμένων τρόπων έκφρασης – λέξεων, φράσεων, τύπων, συντάξεων) και δεν σημαίνει, γενικώς και αορίστως, τον «γλωσσικό ευπρεπισμό». Έτσι, αρκετά από τα παραδείγματα που αναφέρει στο άρθρο του ο Χάρης δεν ανήκουν σε αυτή την κατηγορία, ενώ και αυτά που αποτελούν αρχαϊσμούς είναι είτε κάποιοι παλιότεροι, ανθεκτικοί τύποι, είτε υπερδιορθώσεις. Περίπτωση επανεμφάνισης τύπου της καθαρεύουσας που είχε περιπέσει σε αχρηστία, ο Χάρης δεν αναφέρει καμία (ούτε έχω κι εγώ υπόψη).

Δεύτερον, δεν υφίστανται πλέον οι κοινωνιογλωσσικές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη γλωσσικού εξαρχαϊσμού. Η μακραίωνη λόγια παράδοση, στους κόλπους της οποίας αναπτύχθηκαν οι αρχαΐζουσες ποικιλίες της ελληνικής, έφθινε, πολεμήθηκε και εν τέλει τερματίστηκε. Από τους φορείς της εξουσίας, πάλι, που άλλοτε στήριζαν και προσέδιδαν κύρος στην αρχαΐζουσα γλώσσα, μόνο η Εκκλησία τη χρησιμοποιεί ακόμη – αν και, βέβαια, πολύ πιο περιορισμένα. Η δε διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στην εκπαίδευση (η οποία προβληματίζει, μεταξύ άλλων, κάποιους φίλους συνιστολόγους) εξυπηρετεί μεν ιδεολογικές-συναισθηματικές ανάγκες, αλλά τα καθαυτό γλωσσολογικά της αποτελέσματα (είτε επιθυμητά, είτε ανεπιθύμητα) είναι μάλλον ανύπαρκτα. Με δεδομένο, επίσης, ότι πλησιάζουν τα σαράντα οι πρώτοι που πήγαν σχολείο μετά την καθιέρωση της δημοτικής και ότι οι περισσότεροι, από εκείνη τη γενιά και πέρα, ούτε παθητική γνώση (που θα τους επέτρεπε να διαβάζουν έστω) της καθαρεύουσας δεν φαίνεται να έχουν, δύσκολα θα μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι στις ενδογλωσσικές εξελίξεις των επόμενων δεκαετιών ο «αρχαϊσμός» θα παίξει κάποιον αξιοσημείωτο ρόλο. Πολύ απλά, οι όποιες συναφείς τάσεις δεν διαθέτουν πλέον τα απαραίτητα ερείσματα.

Τρίτον, ενώ άλλοτε τα «καλά» ελληνικά ήταν εκείνα που γράφονταν «με το νι και με το σίγμα», εκείνα δηλαδή που συμμορφώνονταν με αρχαϊκά γραμματικά και μορφολογικά πρότυπα, σήμερα το γόητρο στο επίπεδο της γλωσσικής έκφρασης φαίνεται να αντλείται από αλλού. «Σοβαρά» γραμμένο δεν φαντάζει πλέον ένα κείμενο γεμάτο αρχαϊσμούς, αλλά ένα κείμενο π.χ. με προσεγμένες και όχι τόσο «κοινές» λεξιλογικές επιλογές. Και νομίζω ότι εκείνο που θα έπρεπε να μας απασχολεί δεν είναι το αν κάποια κοσμικογράφος υπερδιορθώνει κωμικά το όνομα της Ζωζούς Σαπουτζάκη, αλλά το πώς επηρεάζει την ευρύτερη χρήση η γλώσσα που χρησιμοποιείται σήμερα σε χώρους (όπως ο ακαδημαϊκός) όπου διαμορφώνονται τα γλωσσικά πρότυπα κύρους. Γνωρίζουμε, άλλωστε, ότι υπάρχουν κείμενα σε άψογη, γραμματικά, δημοτική, τα οποία διατηρούν ορισμένα κοινωνιογλωσσικά γνωρίσματα της καθαρεύουσας (π.χ. μεγαλύτερη φροντίδα για την «περιωπή» του συντάκτη τους, παρά για την αναγνωστική τους προσιτότητα). Διαφεύγουν, ωστόσο, τη γλωσσική κριτική, επειδή δεν εμπίπτουν στα πλαίσια του άλλοτε Γλωσσικού Ζητήματος, στα οποία εκείνη ακόμα περιορίζεται.

Τελειώνοντας, δεν παραγνωρίζω ότι υπάρχουν προβλήματα στη χρήση της ΝΕ που σχετίζονται, όντως, με την επίδραση της καθαρεύουσας. Απλώς, θεωρώ ότι η επίδραση αυτή έπαψε να υφίσταται μαζί με την ίδια την καθαρεύουσα και ότι οι όποιες δυσχέρειες, πλέον, έχουν να κάνουν με κάποια αναφομοίωτα ή, για άλλους λόγους, προβληματικά παράγωγά της. Με αυτά θα ασχοληθούμε σε επόμενο σημείωμα.