Πρόκειται για μια μελέτη (μπορείτε να την κατεβάσετε από εδώ) με τον τίτλο «Differential Y-chromosome Anatolian influences on the Greek and Cretan Neolithic» (στα ελληνικά αποδόθηκε, ασαφέστερα, ως «Προέλευση των νεολιθικών ανθρώπων της Ελλάδας με βάση μελέτη του πατρικά κληρονομούμενου DNA»). Για τους νεολιθικούς εποικισμούς στην περιοχή μας και τη σημασία τους είχα γράψει δυο λόγια εδώ. Η συγκεκριμένη έρευνα επικεντρώθηκε σε μέρη που είτε πρωτοκατοικήθηκαν από τους νεολιθικούς εποίκους (Κρήτη), είτε ήταν ακατοίκητα για ικανό, τουλάχιστον, διάστημα πριν από την έλευση και εγκατάστασή τους (συγκεκριμένες τοποθεσίες στην ηπειρωτική Ελλάδα). Ενδιαφέρθηκαν δηλαδή οι γενετιστές για «καθαρές», κατά το δυνατόν, νεολιθικές περιοχές, στις οποίες εκτιμούσαν ότι θα μπορούσε να ανιχνευθεί και σήμερα μέρος της γενετικής κληρονομιάς εκείνων των εποίκων. Κατέληξαν, λοιπόν, σε ορισμένα συμπεράσματα (τόσο για τους νεολιθικούς εποικισμούς, όσο και για μεταγενέστερους), από τα οποία ο κ. Τριανταφυλλίδης πρόβαλε κυρίως τα περισσότερο ευχάριστα από ελληνοκεντρικής σκοπιάς – την απουσία π.χ. «πρόσφατης γενετικής επαφής ανάμεσα στην Αίγυπτο και την Κρήτη ή την ηπειρωτική Ελλάδα». Και μπορεί αυτή η «ταφόπλακα στην αφροκεντρική θεωρία της Μαύρης Αθηνάς» να βασίζεται όντως στα στοιχεία της έρευνας, αλλά δεν ισχύει το ίδιο για κάποιους άλλους ισχυρισμούς του έλληνα καθηγητή. Ας τα πάρουμε με τη σειρά:
Όπως γράφει ο κ. Τριανταφυλλίδης, ο πληθυσμός της Κρήτης «κατατάσσεται μαζί με τους πληθυσμούς από την Ανατολία, ενώ τα δείγματα από τις περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας κατατάσσονται μαζί με βαλκανικούς πληθυσμούς». Δεν θα συζητήσουμε εδώ για τα γονίδια των διάφορων Ελλήνων και ποιοι είναι περισσότερο ή λιγότερο «Έλληνες» αιματολογικά (κρητικής καταγωγής, παρεμπιπτόντως, είναι και ο γράφων), αλλά αυτή η συγγένεια των Κρητών με κάποιους σημερινούς Τούρκους οφείλεται στην προέλευση των πρώτων κατοίκων του νησιού: «Τα γενετικά αποτελέσματα φαίνεται πως υποστηρίζουν τη θεωρία ότι οι νεολιθικοί κάτοικοι της Κρήτης προήλθαν από την Ανατολία». Πρόκειται για την επικρατούσα, έτσι κι αλλιώς, θεωρία, που βασίζεται και σε στοιχεία γνωστά από άλλους κλάδους (ξέρουμε π.χ. ότι το μαλακό σιτάρι, που καλλιεργούσαν κατά κόρον στην Ανατολία και την Κρήτη, ήταν ανύπαρκτο στην τότε ηπειρωτική Ελλάδα). Σπεύδει να συμπληρώσει, ωστόσο, ο κ. Τριανταφυλλίδης ότι «μελέτες μας με άλλους γενετικούς δείκτες απέδειξαν ότι οι νεολιθικοί άνθρωποι ήρθαν και στην ηπειρωτική Ελλάδα από την Ανατολία». Δεν διευκρινίζει σε τι ακριβώς αναφέρεται, αλλά με βάση τη συγκεκριμένη, τουλάχιστον, μελέτη, τα πράγματα μοιάζουν κάπως πιο περίπλοκα:
Με μερική εξαίρεση την Πελοπόννησο (η οποία πιθανώς διατηρούσε επικοινωνία με την Κρήτη), τα γενετικά δεδομένα από τους υπόλοιπους ελλαδικούς πληθυσμούς δεν δείχνουν σχέση με την κεντρική και μεσογειακή Ανατολία (Τ7 και Τ6 στον χάρτη), από την οποία φαίνεται ότι ήρθαν οι πρώτοι Κρήτες. Στην Ανατολία (και την Κρήτη), επίσης, σπανίζει η απλοομάδα J2b-M12, που συνδέεται με τους νεολιθικούς εποικισμούς στην ηπειρωτική Ελλάδα και την υπόλοιπη Βαλκανική. Όπως γράφει δε και ο κ. Τριανταφυλλίδης, η υπόθεση ότι «οι νεολιθικοί άνθρωποι στην Ελλάδα ήρθαν κυρίως δια θαλάσσης» βασίζεται στην απουσία, ακριβώς, αυτής της απλοομάδας από τους «κατοίκους των γειτονικών με τον Βόσπορο περιοχών» (Τ1 και Τ8 στον χάρτη, σύμφωνα με τη μελέτη). Επιπλέον, διευκρινίζεται ότι «η γεωγραφική προέλευση της J2b-M12 παραμένει άγνωστη», με πιθανότερη κοιτίδα τη Συροπαλαιστίνη («present day Syria and the Levant»). Θα ήθελα να δω έναν αναλυτικότερο επιστημονικό σχολιασμό αυτών των δεδομένων, αλλά δεν καταλαβαίνω από πού προκύπτει το σκέτο Ανατολία, που χρησιμοποιεί ο κ. Τριανταφυλλίδης. Οι γενετιστές φαίνεται να συμφωνούν με τους αρχαιολόγους ως προς την ποικίλη, χρονικά και γεωγραφικά, προέλευση των νεολιθικών πληθυσμών που εγκαταστάθηκαν στην ηπειρωτική χώρα.
Για να επιστρέψουμε στην Κρήτη, είναι προφανές ότι αν οι πρώτοι της κάτοικοι ήρθαν από την Ανατολία, το ίδιο θα ισχύει και για τη γλώσσα τους. Ήταν όμως εκείνη η αρχική γλώσσα η μοναδική που μιλήθηκε στο νησί πριν από την Ελληνική; Τα ευρήματα της έρευνας επιβεβαιώνουν τις αρχαιολογικές εκτιμήσεις για μία τουλάχιστον «άφιξη νέου πληθυσμού» (από τη δυτική και βορειοδυτική Ανατολία ή/και τη Συροπαλαιστίνη), γύρω στο 3.100 π.Χ. Φαίνεται ότι αυτός ο πληθυσμός έφερε μεγάλες αλλαγές και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ανάδυση του Μινωικού πολιτισμού – δεν αποκλείεται, επομένως, να μετέβαλε και το γλωσσικό τοπίο. Ενώ όμως δείχνουν πιθανά και τα δύο σενάρια, τόσο της νεολιθικής, δηλαδή, όσο και της μετα-νεολιθικής προέλευσης της άγνωστης γλώσσας της Γραμμικής Α, στη μελέτη εξετάζεται εν συντομία μόνο το πρώτο από αυτά. Η συζήτηση, συγκεκριμένα, περιορίζεται στη θεωρία του Κόλιν Ρένφριου (θα τη δούμε παρακάτω) για τη νεολιθική κοιτίδα της γλώσσας των Μινωιτών. Δεν εξετάζεται αν είναι ή όχι συμβατές με τα συμπεράσματα της έρευνας οι θεωρίες που υποστηρίζουν τη μεταγενέστερη εισαγωγή κάποιας άλλης προελληνικής γλώσσας στην Κρήτη. Ωστόσο δεν θα επιμείνω σε αυτό, αφού πρόκειται για δημοσιευμένη επιστημονική εργασία και θα θεωρούσα απολύτως καλυμμένο τον κ. Τριανταφυλλίδη αν υιοθετούσε απλώς τα συμπεράσματά της (τα οποία, άλλωστε, συνυπογράφει). Εκείνος όμως προτίμησε να τα αγνοήσει και να παρουσιάσει τα δικά του.
Στην ενότητα 5 του άρθρου του, «DNA δεδομένα και ηλικία της ελληνικής γλώσσας» (προσέξτε και την παραπομπή δίπλα στον τίτλο, καθώς υποτίθεται ότι βασίζει τους ισχυρισμούς του σε αυτή τη συγκεκριμένη εργασία), μεταφράζει καταρχάς ένα απόσπασμα της μελέτης για τη «διαδικασία της μυκηνοποίησης της κρητικής κοινωνίας» στο τέλος της Εποχής του Χαλκού. Τα γενετικά δεδομένα ενισχύουν και εδώ τις γενικότερες επιστημονικές απόψεις, ότι δηλ. μια «σειρά σημαντικών κοινωνικοοικονομικών αλλαγών» κατά τον 15 αιώνα π.Χ. συνδέεται με τη «μετακίνηση στην Κρήτη ατόμων από την ηπειρωτική Ελλάδα και ειδικότερα την περιοχή των Μυκηνών». Ανάμεσα σε εκείνες τις αλλαγές ήταν, διαβάζουμε, και η «υιοθέτηση της ηπειρωτικής πρωτο-ελληνικής Γραμμικής Β γραφής». Το πρωτότυπο κείμενο, βέβαια, μιλάει για υιοθέτηση όχι μόνο της γραφής, αλλά και της γλώσσας της Γραμμικής Β («the adoption of the mainland proto-Greek Linear B script/language») και νομίζω ότι η παράλειψη του language στη μετάφραση δεν ήταν απολύτως αθώα. Έστω και έτσι όμως, ο κ. Τριανταφυλλίδης υιοθετεί, προς στιγμήν, τον χαρακτηρισμό πρωτοελληνική, τον οποίο αναιρεί αμέσως πιο κάτω:
«Από την άλλη, θα μπορούσε να υποστηριχθεί, αφού η κρητική γλώσσα της Μινωϊκής εποχής ήταν ελληνική, ότι η ελληνική γλώσσα είχε μορφοποιηθεί πολύ παλαιότερα, και αφού δεν είναι δυνατόν η προφορική μορφοποίηση να αναπτύσσεται την ίδια εποχή με την γραπτή. Επομένως, η ελληνική γλώσσα είχε μορφοποιηθεί πολύ παλαιότερα και ίσως η μορφοποίησή της να ανάγεται στην εποχή της διαμόρφωσης των νεολιθικών οικισμών στο Σέσκλο και το Δίμηνι, δηλαδή την 7η χιλιετία π.Χ.»
Τα παραπάνω, εννοείται, δεν αποτελούν περαιτέρω μετάφραση του κειμένου της μελέτης. Απολύτως τίποτα δεν αναφέρεται σε αυτή που να μπορεί να στηρίξει επιχειρήματα υπέρ της υποτιθέμενης ελληνοφωνίας των Μινωιτών. Εκτός του ότι η εισαγωγή της Ελληνικής στην Κρήτη τοποθετείται ρητά στον 15 αιώνα π.Χ, τα σενάρια που προτείνονται για την προέλευση της μινωικής γλώσσας είναι τα εξής: 1) Να σχετιζόταν με τις γλώσσες της Ανατολίας (ο όρος αναφέρεται στις εξαφανισμένες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες της περιοχής). Στα πλαίσια της θεωρίας του Κόλιν Ρένφριου, οι γλώσσες της Ανατολίας αποκόπηκαν «από τις υπόλοιπες ινδοευρωπαϊκές γύρω στο 7.000 π.Χ.». Επομένως, η μινωική γλώσσα, σε αυτή την περίπτωση, θα προήλθε από έναν ινδοευρωπαϊκό κλάδο άσχετο από εκείνον που προήλθε αργότερα η ελληνική. 2) Να προερχόταν από κάποια μη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα των νεολιθικών χρόνων, «συναφή με τη Χαττική της κεντρικής Ανατολίας» - ακόμα πιο άσχετη με την ελληνική, δηλαδή. Στη μελέτη, ουσιαστικά, επαναλαμβάνονται οι υποθέσεις που διατυπώνει ο Ρένφριου στην εργασία του για τη «Μινωική συμβολή στη Μυκηναϊκή Ελληνική»*. Εκεί υποστηρίζει την άποψη ότι πολλές από τις ξένες λέξεις της Αρχαίας Ελληνικής που λογίζονται προελληνικές, «στην πραγματικότητα, δεν αντιπροσωπεύουν ένα γλωσσικό υπόστρωμα, αλλά είναι μάλλον το αποτέλεσμα γλωσσικού δανεισμού στη διάρκεια της Εποχής του Χαλκού από τη γλώσσα της Μινωικής Κρήτης.» Ερμηνεύει δηλ. την παρουσία αυτών των λέξεων στα ελληνικά ως προϊόν της γλωσσικής επίδρασης του αλλόγλωσσου μινωικού πολιτισμού. Δεν θα συζητήσουμε εδώ αυτή τη θεωρία, αλλά είναι σαφές ότι ούτε αυτή λέει για τη μινωική Κρήτη εκείνα που θα ήθελε ο κ. Τριανταφυλλίδης.
Ωστόσο, στη βιβλιογραφία που παραθέτει ο τελευταίος στο άρθρο του, βρίσκουμε και μια «μελέτη» στην οποία μπορεί να στηρίξει όντως τις απόψεις του. Είναι οι «Θεωρίες για την καταγωγή των Ελλήνων» του δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω κ. Μιχαήλ Δ. Ρέλλου. Έχει ενδιαφέρον όλο το κείμενο, αλλά αρκεί να διαβάσει κανείς τον επίλογο («Η οφειλόμενη αντίδραση») για να αντιληφθεί ότι ο κ. Ρέλλος υιοθετεί μάλλον ολόκληρο το ελληνοκεντρικό πακέτο: Είμαστε η «αδιάλειπτη συνέχεια των πρωτανθρώπων της ευρωπαϊκής ηπείρου», ο «αρχαιότερος λαός της Γης» (να υποθέσω ότι τα δέχεται και αυτά ο κ. Τριανταφυλλίδης;), που «διέδωσε την πρωτογλώσσα του στο μεγαλύτερο τμήμα του κόσμου». Τα περί Ινδοευρωπαίων και φοινικικού αλφαβήτου αποτελούν, φυσικά, «αβάσιμες θεωρίες», από τις οποίες «δεν υπάρχει κανένας λόγος οι Έλληνες επιστήμονες να επηρεάζονται […] μόνο και μόνο επειδή διδάσκονται σε κάποια ξένα πανεπιστήμια». (Ο κ. Τριανταφυλλίδης σίγουρα δεν επηρεάζεται, αφού σε άλλο σημείο του άρθρου του ζητάει και ο ίδιος «να αναθεωρηθεί η ινδοευρωπαϊκή θεωρία περί της καταγωγής των Ελλήνων». Αλλά δεν θα επεκταθώ σε αυτό.) Διαβάζοντας την ενότητα «Η ελληνική γλώσσα» στο σημείωμα του κ. Ρέλλου, μας λύνεται και η απορία πού ακριβώς βρήκε ο κ. Τριανταφυλλίδης τα όσα γράφει για τη γλώσσα της μινωικής Κρήτης και για την προγενέστερη «προφορική μορφοποίηση» της ελληνικής. Οφείλουμε, πάντως, να αναγνωρίσουμε την πρωτοτυπία των επιχειρημάτων του κ. Ρέλλου, σύμφωνα με τον οποίο η ελληνικότητα της μινωικής γλώσσας «αποδεικνύεται από την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β γραφής». Αντί, δηλαδή, να μπει και αυτός στην άχαρη διαδικασία να βγάλει ελληνική τη Γραμμική Α, συμπεραίνει την ελληνοφωνία των Μινωιτών κατευθείαν από τη Γραμμική Β. Πώς να μείνει ασυγκίνητος ύστερα ο κ. Τριανταφυλλίδης από έναν τέτοιο «ορθό και τεκμηριωμένο επιστημονικό λόγο»;
Γενικά, τα όσα σχολιάσαμε στο άρθρο του κ. Τριανταφυλλίδη αποτελούν ένα ιδιόμορφο μείγμα απόψεων του Κόλιν Ρένφριου, του Μιχαήλ Ρέλλου, δικών του και κάποιων συναδέλφων του. Θα μπορούσε να είχε περιοριστεί στον Ρένφριου (η θεωρία του οποίου για την εξάπλωση, γενικότερα, των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών είναι -αν και όχι η επικρατέστερη- η πιο «φιλελληνική»), αφού στη μελέτη επισημαίνεται ότι οι απόψεις του άγγλου αρχαιολόγου είναι συμβατές με τα γενετικά δεδομένα. Θα ήταν υποχρεωμένος όμως τότε ο κ. Τριανταφυλλίδης να «θυσιάσει» την, κατ’ αυτόν, ελληνικότητα του μινωικού πολιτισμού – μια υποχώρηση που, προφανώς, του ήταν δυσβάστακτη. Ανακάτεψε, λοιπόν, επιστημονικές και «ελληνοκεντρικές» απόψεις, με τα αποτελέσματα που μόλις είδαμε.
* Renfrew C. (1998). Word of Minos: The Minoan contribution to Mycenaean Greek and the linguistic geography of the Bronze Age Aegean. Cambridge Archaeological J. 8: 239.