Την προηγούμενη φορά, εξήγησα γιατί δεν θεωρώ την επινόηση και αρχική χρήση των πολυτονικών σημείων ως μία πρώιμη (τέλη 3ου π.Χ. αιώνα) εκδήλωση «αττικισμού» στο επίπεδο της φωνητικής - ως προσπάθεια, δηλαδή, συντήρησης ενός «ορθού» τρόπου προφοράς που είχε αρχίσει να αλλοιώνεται. Ανέφερα τους γνωστούς λόγους (ισχνή εμφάνιση στους παπύρους της εποχής, σαφηνιστική χρήση σε ομόγραφες κυρίως λέξεις, εφαρμογή πολύ συχνότερη σε κείμενα του παρελθόντος παρά σε σύγχρονα) που πείθουν ότι επρόκειτο για διακριτικά σύμβολα και όχι για κάποιο είδος αρχαιοελληνικών «phonetics».
Όσο, όμως, η ομιλουμένη απομακρυνόταν -και φωνητικά- από την αρχαία, οι τόνοι αποκτούσαν και άλλες ιδιότητες εκτός από τη διακριτική. Ενώ ο δυναμικός τονισμός έτεινε να επικρατήσει, ο προσωδιακός των παλιότερων κειμένων άρχισε να μελετάται αυτοτελώς (σχέση τόνου και φωνηεντικής ποσότητας, τόνου και θέσης της συλλαβής κτλ) και η πρακτική σημείωσης των τόνων, συνακόλουθα, να μεταβάλλεται. Μαθαίνουμε, για παράδειγμα, ότι φιλόλογοι του δεύτερου μ.Χ. αιώνα κατέκριναν την αντιαισθητική σημείωση της βαρείας σε κάθε άτονη συλλαβή, πράγμα που φανερώνει ότι υπήρχε πλέον η τάση να καταγράφεται ο τονισμός μιας λέξης ολοκληρωμένα. Στην επέκταση της χρήσης των τόνων έπαιξε ρόλο και το ότι, από όλα τα διακριτικά σημεία που είχαν επινοήσει οι Αλεξανδρινοί, τα τονικά ήταν εκείνα που παρείχαν στους μελετητές της αρχαίας ελληνικής τις περισσότερες πληροφορίες: δεν δήλωναν μόνο την προσωδία αλλά, σε μεγάλο βαθμό, και τον χρόνο των φωνηέντων. Έτσι, χάρη σε αυτά, απεφεύχθη η ευρύτερη χρήση άλλων ειδικών συμβόλων που έδειχναν αποκλειστικά τη μακρότητα και τη βραχύτητα. Συνεπώς, οι τόνοι (που διατηρούσαν, παράλληλα, και τη διακριτική λειτουργία τους στις περιπτώσεις των ομογράφων) ήταν χρήσιμοι συμβάλλοντας στην αντιμετώπιση των φιλολογικών δυσχερειών που είχαν προκύψει από τις ριζικές μεταβολές στην φωνητική της ελληνικής.
Γύρω στον 9ο μ.Χ. αιώνα, η χρήση τους γενικεύεται. Ξένοι γλωσσολόγοι, που έχουν ασχοληθεί με το πολυτονικό κυρίως από τη σκοπιά της αρχαίας ελληνικής (χωρίς να τους προβληματίζουν οι μεταγενέστερες «επιπλοκές» του ζητήματος), δεν βρίσκουν τίποτα το μεμπτό σε αυτή τη μεσαιωνική καινοτομία. Ορισμένοι από τους εγκυρότερους, μάλιστα, την εκθειάζουν: «Το σημερινό σύστημα δήλωσης των τόνων, γράφει ο W. Sidney Allen (Vox Graeca), βασίζεται σε μια παλιά βυζαντινή ανάπτυξη και συστηματοποίηση αλεξανδρινών κανόνων.» Και αποτελεί «μία οικονομική αναπαράσταση των φωνητικών δεδομένων (της αρχαίας ελληνικής), που αξίζει κάθε έπαινο». Αν υποθέσουμε ότι δεν είχε επιχειρηθεί ποτέ εκείνη η «γενίκευση» και ότι πολυτονικό σύστημα ολοκληρωμένο δεν είχε υπάρξει ποτέ, δεν αποκλείεται σύγχρονοι ειδικοί σαν τον Allen να έκαναν κάτι ανάλογο. Να προσπαθούσαν, δηλαδή, βασιζόμενοι στα διακριτικά σημαδάκια που φειδωλά σημείωναν οι φιλόλογοι της Αλεξάνδρειας, να εξαγάγουν γενικότερα συμπεράσματα για την αρχαιοελληνική φωνητική και μέσα, ακριβώς, από μία διαδικασία ανάπτυξης και συστηματοποίησης κανόνων, να φτάσουν σε μία ολοκληρωμένη αναπαράσταση της προσωδιακής προφοράς. Η οργάνωση του πολυτονικού, ως συστήματος, δεν ήταν αυθαίρετη επιστημονικά. Βασίστηκε σε μία μακρόχρονη εργασία πάνω στη φωνητική των αρχαίων ελληνικών, τα πορίσματα της οποίας γίνονται δεκτά σήμερα από την ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία. («Τα τονικά σημεία, γράφει ο Allen, μπορούν, σε γενικές γραμμές, να θεωρηθούν αξιόπιστες ενδείξεις για την μελωδία της λέξης».) Το θέμα δεν είναι πώς έγραφαν ή δεν έγραφαν οι αρχαίοι, αλλά αν ένας μεταγενέστερος τρόπος γραφής της αρχαίας ελληνικής 1) είναι -με βάση γλωσσολογικά κριτήρια- επιστημονικά ορθός και 2) εξυπηρετεί νεότερες φιλολογικές ανάγκες. Και στα δύο αυτά ερωτήματα, όσον αφορά την πολυτονική γραφή, η απάντηση φαίνεται να είναι καταφατική.
Αν, όμως, για τους παραπάνω λόγους, είναι αποδεκτή γενικά η εφαρμογή των τονικών σημείων στα αρχαιοελληνικά κείμενα, δεν ισχύει το ίδιο για την εφαρμογή τους σε κείμενα μεταγενέστερα – γραμμένα όταν η φωνητική της γλώσσας είχε εξ ολοκλήρου μεταβληθεί. Όχι αδικαιολόγητα, χαρακτηρίζεται εσφαλμένη και αναχρονιστική, αφού τόσο ο προσωδιακός τονισμός, όσο και η διχρονία των φωνηέντων ήταν στοιχεία που δεν διατηρούσε πια η ελληνική. Παραγνωρίζεται, ωστόσο, ένα βασικότατο στοιχείο: η αττικιστική παράδοση. Για πολλούς αιώνες, και ανεξάρτητα από τη φωνητική και τη γενικότερη εξέλιξη της γλώσσας, η γραφομένη παρέμενε συναφέστατη προς την αρχαία ελληνική. Η περίοδος, μάλιστα, από τον 9ο μέχρι τα τέλη του 12ου αιώνα χαρακτηρίζεται, από μελετητές της βυζαντινής λογοτεχνίας, ως ακραιφνώς αττικίζουσα. Το πολυτονικό, λοιπόν, δεν χρησιμοποιήθηκε στην ομιλουμένη της εποχής, αλλά αφενός μεν στην αρχαία ελληνική και αφετέρου σε μία γραφόμενη γλώσσα που είχε για πρότυπο και απομιμούταν την αρχαία ελληνική. Το ζήτημα της εφαρμοσιμότητάς του σε μεταγενέστερες γλωσσικές μορφές δεν ήταν δυνατόν να τεθεί προτού αυτές αρχίσουν να χρησιμοποιούνται στον γραπτό λόγο. Και αυτό συνέβη πολλούς αιώνες αργότερα.
Ας έχουμε επίσης κατά νου ότι τα αρχαία ελληνικά διαβάζονταν πάντα με την εκάστοτε σύγχρονη προφορά. Στον ελληνόφωνο χώρο δεν υπήρξαν ποτέ «ερασμικές» τάσεις. Αυτό ίσχυε, βέβαια, και για τον τονισμό: όλα τα κείμενα, ανεξάρτητα από τον χρόνο συγγραφής τους, τονίζονταν –κατά την ανάγνωση- με τον νεότερο «δυναμικό» τρόπο. Οπότε ήταν φυσικό, και γι’ αυτόν τον επιπλέον λόγο, να μη γίνεται διάκριση μεταξύ αρχαίων και αρχαϊζόντων-αττικιζόντων κειμένων. Όταν η σημείωση των τόνων γενικεύτηκε στα μεν, γενικεύτηκε και στα δε. Αν δοκιμάζαμε, σήμερα, να γράψουμε κείμενα σε αττικίζουσα γλώσσα, δεν θα χρησιμοποιούσαμε άραγε κι εμείς το πολυτονικό (ακόμα κι αν δεν έχουμε ιδέα για το πώς ακουγόταν η αρχαία προσωδία) ως καθιερωμένο στοιχείο της γραφής της αρχαίας ελληνικής - και των όποιων, επομένως, απομιμήσεών της; Θα ήμασταν, έτσι κι αλλιώς, υποχρεωμένοι να τηρούμε τη θέση του τόνου ανάλογα με τον χρόνο των φωνηέντων στις τελευταίες συλλαβές, οπότε θα έπρεπε να λαμβάνουμε υπόψη τους σχετικούς κανόνες. Και νομίζω ότι τα σημεία του πολυτονικού θα μας βοηθούσαν να τους θυμόμαστε και τους τηρούμε - όπως, μάλλον, βοηθούσαν και τους αττικίζοντες συγγραφείς του Μεσαίωνα.
Απομένει ακόμα ένα σημείωμα, για το πολυτονικό σε σχέση με τη νεότερη πια γλώσσα. Διευκρινίζω ότι σκοπός αυτών των αναφορών δεν είναι να επιχειρηματολογήσω υπέρ ή κατά της σύγχρονης χρήσης του πολυτονικού αλλά, αντίθετα, να εξετάσω το ζήτημα έξω από τα πλαίσια της τωρινής διαμάχης και να προσπαθήσω να αναδείξω κάποιες βασικές πτυχές του (όπως αυτή του αττικισμού), που βλέπω να θίγονται από ανεπαρκώς έως καθόλου.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
6 σχόλια:
να εξετάσω το ζήτημα έξω από τα πλαίσια της τωρινής διαμάχης και να προσπαθήσω να αναδείξω κάποιες βασικές πτυχές του (όπως αυτή του αττικισμού), που βλέπω να θίγονται από ανεπαρκώς έως καθόλου
Δεν συμφωνώ σε αυτό το τελευταίο, υπάρχει κάτι που αποσιωπάται;
Γενικά, αν κατάλαβα καλά, λες περίπου: "δεν ήταν συντηρητική/αναχρονιστική (όπως έλεγα εγώ) επιλογή η χρήση/επέκταση του πολυτονικού σε καινούργια κείμενα του 9ου αιώνα και εξής, ήταν φυσική απόρροια του Αττικισμού". Σύμφωνοι. Μα ο ίδιος ο Αττικισμός δεν ήταν καμιά φυσική εξέλιξη στην ιστορία της ελληνικής, συντήρηση και αναχρονισμός ήταν... Δεν βλέπω πού διαφωνούμε, πέρα από αυτό το σημείο -που ακόμα και σε αυτό δεν καταλαβαίνω ποια ακριβώς είναι η διαφωνία μας. :)
Καλό μήνα!
Καλό μήνα και σε σένα, και ευχαριστώ για το σχόλιο.
Δεν είπα ότι αποσιωπάται κάτι, απλώς ότι ορισμένα βασικά σημεία δεν ξεκαθαρίζονται όπως θα έπρεπε. Όπως π.χ. ότι το ζήτημα της εφαρμοσιμότητας του πολυτονικού σε μεταγενέστερες (όχι αρχαίες-αρχαϊζουσες) μορφές της ελληνικής είναι μία σχετικά πρόσφατη υπόθεση - και, πάντως, δεν έχει σχέση με τη γραφόμενη γλώσσα των μεσαιωνικών χρόνων.
Ο Αττικισμός είναι μεγάλο θέμα, αλλά έχει πλευρές που δεν αφορούν μόνο τα ελληνικά. Ξέρουμε ότι, στη διάρκεια του Μεσαίωνα, δεν χρησιμοποιούνταν στον γραπτό λόγο οι τότε ομιλούμενες γλώσσες. Παίρνοντας αυτό ως δεδομένο και επικεντρωνόμενος στο θέμα της γραφής, λέω ότι η πλήρης υιοθέτηση από τους αττικίζοντες συγγραφείς της ορθογραφίας της αρχαίας ελληνικής (συμπεριλαμβανομένου του πολυτονικού από τη στιγμή που - όχι αυθαίρετα ή ανεπιστημονικά, όπως εξήγησα- καθιερώθηκε) ήταν μάλλον αναπόφευκτη. Δεν αξιολογώ θετικά ή αρνητικά αυτή την εξέλιξη, απλώς την εξετάζω μέσα στα πλαίσια που σημειώθηκε και τη βρίσκω εξηγήσιμη.
η πλήρης υιοθέτηση από τους αττικίζοντες συγγραφείς της ορθογραφίας της αρχαίας ελληνικής (συμπεριλαμβανομένου του πολυτονικού από τη στιγμή που - όχι αυθαίρετα ή ανεπιστημονικά, όπως εξήγησα- καθιερώθηκε) ήταν μάλλον αναπόφευκτη
Συμφωνώ πως ιστορικά και ιδεολογικά είναι εξηγήσιμη και ίσως και προβλέψιμη. Γλωσσολογικά, όμως, δεν νομίζω ότι μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ήταν "αναπόφευκτη"... Είναι γλωσσολογικά αυθαίρετο το ότι κρατάς ένα γραφολογικό απολίθωμα για να γράψεις δικό σου κείμενο (οσοδήποτε αρχαϊκό ή δημώδες, αλλά οπωσδήποτε χωρίς προσωδία), αν και -όπως συμφωνούμε- ιδεολογικά εξηγήσιμο.
Εκεί όπου μάλλον δεν συμφωνούμε στα σίγουρα είναι ότι το πολυτονικό ήταν κομμάτι της ιστορικής ορθογραφίας, που είναι αυτονόητο ότι θα διατηρούσε κάποιος θέλοντας ακριβώς να γράψει με ιστορική ορθογραφία. Υπάρχει πλέον -και διαδικτυακά- υπεραρκετή επιχειρηματολογία για την αποσύνδεση πολυτονικού-ιστορικής ορθογραφίας.
Δεν αναφέρθηκα ακόμα στη σχέση πολυτονικού και ιστορικής ορθογραφίας. Γλωσσολογικά αναπόφευκτη, πάντως, δεν είναι ούτε η τελευταία. Επιλέγουμε να την τηρούμε για κάποιους συγκεκριμένους λόγους. Από την πλευρά καθαρά της φωνητικής, όσο απολιθώματα είναι οι περισπωμένες και οι βαρείες, άλλο τόσο είναι και τα «η», «οι», «αι», «ω» κτλ, αφού δεν έχουν καμία σχέση με την προφορά της σύγχρονης γλώσσας.
Σε κάθε περίπτωση, το μονοτονικό καθιερώθηκε στη δημοτική. Για τον τρόπο που θα πρέπει να δημοσιεύονται παλιότερα κείμενα σε γλώσσα αττικίζουσα ή αρχαΐζουσα, έχει διατυπωθεί «επισήμως» κάποια θέση; Γιατί αν επικρατεί σήμερα η άποψη που εκφράζεις (ότι δηλ. δεν δικαιολογείται η χρήση των σημείων του πολυτονικού σε κείμενα γραμμένα μετά την απώλεια της προσωδίας), τότε θα πρέπει να κάνουμε τον σχετικό διαχωρισμό και να πούμε ότι –κανονικά- ο Πλάτων π.χ. πρέπει να κυκλοφορεί σε πολυτονικό, ενώ ο Μιχαήλ Ψελλός (κι ας είναι η γλώσσα του καρα-αττικίζουσα) σε μονοτονικό. Γνώμη μου είναι ότι είναι αδύνατος ένας τέτοιος διαχωρισμός και ότι όσα κείμενα είναι γραμμένα σε –έστω, κατά μίμηση- αρχαία ελληνική, πρέπει να δημοσιεύονται με τον καθιερωμένο τρόπο γραφής της.
Να σε ρωτήσω και κάτι: Αν αναλάμβανες, όπως ο Φάνης Κακριδής, να μεταγλωττίσεις κανένα κόμικ στα αρχαία ελληνικά, δεν θα χρησιμοποιούσες το πολυτονικό; Μπορείς βέβαια να με αποστομώσεις, επισημαίνοντάς μου απλώς ότι τα κείμενα των κόμικ είναι σε κεφαλαία και, ούτως ή άλλως, δεν παίρνουν τόνους. ;)
Γλωσσολογικά αναπόφευκτη, πάντως, δεν είναι ούτε η τελευταία (η ιστορική ορθογραφία). Επιλέγουμε να την τηρούμε για κάποιους συγκεκριμένους λόγους.
Πολύ σωστό αυτό.
Για τον τρόπο που θα πρέπει να δημοσιεύονται παλιότερα κείμενα σε γλώσσα αττικίζουσα ή αρχαΐζουσα, έχει διατυπωθεί «επισήμως» κάποια θέση;
Από όσο φαντάζομαι, κινείται στα όρια του αυτονόητου το ότι η λόγια γραμματειακή παραγωγή εκδίδεται με πολυτονικό. Αλλά αυτό είναι μάλλον αρχή εκδοτική, των φιλολόγων, ότι το έργο πρέπει να εκδίδεται όσο το δυνατό πιο κοντά στη μορφή που βγήκε από το χέρι του δημιουργού. Άλλωστε, κι εγώ δεν διατυπώνω κάποια δεοντική αρχή, επεσήμανα τον παραλογισμό της σύμβασης, για να δικαιολογήσω την κατάργησή της, δεν λέω να ζητήσουμε και...αναδρομικά.
Να σε ρωτήσω και κάτι: Αν αναλάμβανες, όπως ο Φάνης Κακριδής, να μεταγλωττίσεις κανένα κόμικ στα αρχαία ελληνικά, δεν θα χρησιμοποιούσες το πολυτονικό; Μπορείς βέβαια να με αποστομώσεις, επισημαίνοντάς μου απλώς ότι τα κείμενα των κόμικ είναι σε κεφαλαία και, ούτως ή άλλως, δεν παίρνουν τόνους. ;)
Και υπάρχει και το ακόμα πιο αποστομωτικό επιχείρημα, που δεν μ'αρέσει πια να το επικαλούμαι (είναι κλοπή εκκλησίας), ότι οι αρχαίοι δεν έγραφαν με τονικά σημάδια. Όμως ναι, αν μου ανέθεταν μια τέτοια δουλειά, αφενός θα χαιρόμουνα, αφετέρου θα κρατούσα το πολυτονικό, βάσει της αρχής που είπα πιο πριν. Χάριν παιδιάς, αλλά και για παιδαγωγικούς λόγους, βγαίνουν τέτοιες εκδόσεις σε νεκρές κλασικές γλώσσες. Για τους ίδιους λόγους, θα έπρεπε λογικά να κρατηθεί και το πολυτονικό.
Η διαφωνία μας, προφανώς, έγκειται στον τρόπο που ο καθένας μας θεωρεί την αττικίζουσα ελληνική των μεσαιωνικών χρόνων (στην οποία, επαναλαμβάνω, πρωτοεφαρμόστηκε το πολυτονικό). Εσύ λες ότι όσο κι αν αρχάιζαν οι τότε συγγραφείς, από τη στιγμή που η ομιλουμένη της εποχής τους δεν διατηρούσε την προσωδία, κακώς χρησιμοποιούσαν πολυτονικό στα κείμενα που έγραφαν. Εγώ λέω ότι, όσο κι αν είχε μεταβληθεί μέχρι τότε η φωνητική των ελληνικών, από τη στιγμή που οι Βυζαντινοί έγραφαν ουσιαστικά σε αρχαία ελληνικά (και τηρούσαν, μεταξύ των άλλων, και τη θέση του τόνου σύμφωνα με τους κανόνες της αρχαίας γλώσσας), μάλλον λογικά σημείωναν τους τόνους και στα σύγχρονά τους κείμενα. Δεν είναι τόσο απλό το θέμα.
Θέλω να πω πάντως, τελειώνοντας, ότι αν η γλώσσα την οποία χρησιμοποίησαν ο Κικέρων, ο Θωμάς ο Ακινάτης, ο Φράνσις Μπέικον κ.α. χαρακτηρίζεται "λατινική" (ανεξάρτητα από την εποχή που ο καθένας απ' αυτούς συνέγραψε τα έργα του), τότε και η γραφόμενη βυζαντινή γλώσσα μπορεί να χαρακτηρίζεται ως "αρχαία ελληνική". Και απ' αυτή την οπτική γωνία να εξετάζονται και τα ζητήματα της γραφής της.
Δημοσίευση σχολίου