Παρασκευή, Αυγούστου 07, 2009

Ένα πρωτότυπο κοκτέιλ

Το εμφανές πρόβλημα με ορισμένες «ελληνοκεντρικές» θέσεις του καθηγητή γενετικής κ. Κωνσταντίνου Τριανταφυλλίδη είναι ότι βασίζονται, όχι στις έρευνες που επικαλείται, αλλά σε δικές του προσθήκες, επινοήσεις και (παρ)ερμηνείες. Μια τέτοια περίπτωση ήταν τα περί νεολιθικών «Ελλήνων» που μετέδωσαν στη Δύση «το DNA και τον πολιτισμό τους», και μια δεύτερη: «τα επιστημονικά δεδομένα [που] αποδεικνύουν την ελληνικότητα του μινωικού πολιτισμού, η οποία στο παρελθόν είχε από ορισμένους αμφισβητηθεί». Ας δούμε, λοιπόν, ποια είναι τα εν λόγω επιστημονικά δεδομένα και αν συμφωνούν με τα όσα υποστηρίζει (στις ενότητες 4 και 5 του άρθρου του) ο κ. Τριανταφυλλίδης.

Πρόκειται για μια μελέτη (μπορείτε να την κατεβάσετε από εδώ) με τον τίτλο «Differential Y-chromosome Anatolian influences on the Greek and Cretan Neolithic» (στα ελληνικά αποδόθηκε, ασαφέστερα, ως «Προέλευση των νεολιθικών ανθρώπων της Ελλάδας με βάση μελέτη του πατρικά κληρονομούμενου DNA»). Για τους νεολιθικούς εποικισμούς στην περιοχή μας και τη σημασία τους είχα γράψει δυο λόγια εδώ. Η συγκεκριμένη έρευνα επικεντρώθηκε σε μέρη που είτε πρωτοκατοικήθηκαν από τους νεολιθικούς εποίκους (Κρήτη), είτε ήταν ακατοίκητα για ικανό, τουλάχιστον, διάστημα πριν από την έλευση και εγκατάστασή τους (συγκεκριμένες τοποθεσίες στην ηπειρωτική Ελλάδα). Ενδιαφέρθηκαν δηλαδή οι γενετιστές για «καθαρές», κατά το δυνατόν, νεολιθικές περιοχές, στις οποίες εκτιμούσαν ότι θα μπορούσε να ανιχνευθεί και σήμερα μέρος της γενετικής κληρονομιάς εκείνων των εποίκων. Κατέληξαν, λοιπόν, σε ορισμένα συμπεράσματα (τόσο για τους νεολιθικούς εποικισμούς, όσο και για μεταγενέστερους), από τα οποία ο κ. Τριανταφυλλίδης πρόβαλε κυρίως τα περισσότερο ευχάριστα από ελληνοκεντρικής σκοπιάς – την απουσία π.χ. «πρόσφατης γενετικής επαφής ανάμεσα στην Αίγυπτο και την Κρήτη ή την ηπειρωτική Ελλάδα». Και μπορεί αυτή η «ταφόπλακα στην αφροκεντρική θεωρία της Μαύρης Αθηνάς» να βασίζεται όντως στα στοιχεία της έρευνας, αλλά δεν ισχύει το ίδιο για κάποιους άλλους ισχυρισμούς του έλληνα καθηγητή. Ας τα πάρουμε με τη σειρά:

Όπως γράφει ο κ. Τριανταφυλλίδης, ο πληθυσμός της Κρήτης «κατατάσσεται μαζί με τους πληθυσμούς από την Ανατολία, ενώ τα δείγματα από τις περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας κατατάσσονται μαζί με βαλκανικούς πληθυσμούς». Δεν θα συζητήσουμε εδώ για τα γονίδια των διάφορων Ελλήνων και ποιοι είναι περισσότερο ή λιγότερο «Έλληνες» αιματολογικά (κρητικής καταγωγής, παρεμπιπτόντως, είναι και ο γράφων), αλλά αυτή η συγγένεια των Κρητών με κάποιους σημερινούς Τούρκους οφείλεται στην προέλευση των πρώτων κατοίκων του νησιού: «Τα γενετικά αποτελέσματα φαίνεται πως υποστηρίζουν τη θεωρία ότι οι νεολιθικοί κάτοικοι της Κρήτης προήλθαν από την Ανατολία». Πρόκειται για την επικρατούσα, έτσι κι αλλιώς, θεωρία, που βασίζεται και σε στοιχεία γνωστά από άλλους κλάδους (ξέρουμε π.χ. ότι το μαλακό σιτάρι, που καλλιεργούσαν κατά κόρον στην Ανατολία και την Κρήτη, ήταν ανύπαρκτο στην τότε ηπειρωτική Ελλάδα). Σπεύδει να συμπληρώσει, ωστόσο, ο κ. Τριανταφυλλίδης ότι «μελέτες μας με άλλους γενετικούς δείκτες απέδειξαν ότι οι νεολιθικοί άνθρωποι ήρθαν και στην ηπειρωτική Ελλάδα από την Ανατολία». Δεν διευκρινίζει σε τι ακριβώς αναφέρεται, αλλά με βάση τη συγκεκριμένη, τουλάχιστον, μελέτη, τα πράγματα μοιάζουν κάπως πιο περίπλοκα:


Με μερική εξαίρεση την Πελοπόννησο (η οποία πιθανώς διατηρούσε επικοινωνία με την Κρήτη), τα γενετικά δεδομένα από τους υπόλοιπους ελλαδικούς πληθυσμούς δεν δείχνουν σχέση με την κεντρική και μεσογειακή Ανατολία (Τ7 και Τ6 στον χάρτη), από την οποία φαίνεται ότι ήρθαν οι πρώτοι Κρήτες. Στην Ανατολία (και την Κρήτη), επίσης, σπανίζει η απλοομάδα J2b-M12, που συνδέεται με τους νεολιθικούς εποικισμούς στην ηπειρωτική Ελλάδα και την υπόλοιπη Βαλκανική. Όπως γράφει δε και ο κ. Τριανταφυλλίδης, η υπόθεση ότι «οι νεολιθικοί άνθρωποι στην Ελλάδα ήρθαν κυρίως δια θαλάσσης» βασίζεται στην απουσία, ακριβώς, αυτής της απλοομάδας από τους «κατοίκους των γειτονικών με τον Βόσπορο περιοχών» (Τ1 και Τ8 στον χάρτη, σύμφωνα με τη μελέτη). Επιπλέον, διευκρινίζεται ότι «η γεωγραφική προέλευση της J2b-M12 παραμένει άγνωστη», με πιθανότερη κοιτίδα τη Συροπαλαιστίνη («present day Syria and the Levant»). Θα ήθελα να δω έναν αναλυτικότερο επιστημονικό σχολιασμό αυτών των δεδομένων, αλλά δεν καταλαβαίνω από πού προκύπτει το σκέτο Ανατολία, που χρησιμοποιεί ο κ. Τριανταφυλλίδης. Οι γενετιστές φαίνεται να συμφωνούν με τους αρχαιολόγους ως προς την ποικίλη, χρονικά και γεωγραφικά, προέλευση των νεολιθικών πληθυσμών που εγκαταστάθηκαν στην ηπειρωτική χώρα.

Για να επιστρέψουμε στην Κρήτη, είναι προφανές ότι αν οι πρώτοι της κάτοικοι ήρθαν από την Ανατολία, το ίδιο θα ισχύει και για τη γλώσσα τους. Ήταν όμως εκείνη η αρχική γλώσσα η μοναδική που μιλήθηκε στο νησί πριν από την Ελληνική; Τα ευρήματα της έρευνας επιβεβαιώνουν τις αρχαιολογικές εκτιμήσεις για μία τουλάχιστον «άφιξη νέου πληθυσμού» (από τη δυτική και βορειοδυτική Ανατολία ή/και τη Συροπαλαιστίνη), γύρω στο 3.100 π.Χ. Φαίνεται ότι αυτός ο πληθυσμός έφερε μεγάλες αλλαγές και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ανάδυση του Μινωικού πολιτισμού – δεν αποκλείεται, επομένως, να μετέβαλε και το γλωσσικό τοπίο. Ενώ όμως δείχνουν πιθανά και τα δύο σενάρια, τόσο της νεολιθικής, δηλαδή, όσο και της μετα-νεολιθικής προέλευσης της άγνωστης γλώσσας της Γραμμικής Α, στη μελέτη εξετάζεται εν συντομία μόνο το πρώτο από αυτά. Η συζήτηση, συγκεκριμένα, περιορίζεται στη θεωρία του Κόλιν Ρένφριου (θα τη δούμε παρακάτω) για τη νεολιθική κοιτίδα της γλώσσας των Μινωιτών. Δεν εξετάζεται αν είναι ή όχι συμβατές με τα συμπεράσματα της έρευνας οι θεωρίες που υποστηρίζουν τη μεταγενέστερη εισαγωγή κάποιας άλλης προελληνικής γλώσσας στην Κρήτη. Ωστόσο δεν θα επιμείνω σε αυτό, αφού πρόκειται για δημοσιευμένη επιστημονική εργασία και θα θεωρούσα απολύτως καλυμμένο τον κ. Τριανταφυλλίδη αν υιοθετούσε απλώς τα συμπεράσματά της (τα οποία, άλλωστε, συνυπογράφει). Εκείνος όμως προτίμησε να τα αγνοήσει και να παρουσιάσει τα δικά του.

Στην ενότητα 5 του άρθρου του, «DNA δεδομένα και ηλικία της ελληνικής γλώσσας» (προσέξτε και την παραπομπή δίπλα στον τίτλο, καθώς υποτίθεται ότι βασίζει τους ισχυρισμούς του σε αυτή τη συγκεκριμένη εργασία), μεταφράζει καταρχάς ένα απόσπασμα της μελέτης για τη «διαδικασία της μυκηνοποίησης της κρητικής κοινωνίας» στο τέλος της Εποχής του Χαλκού. Τα γενετικά δεδομένα ενισχύουν και εδώ τις γενικότερες επιστημονικές απόψεις, ότι δηλ. μια «σειρά σημαντικών κοινωνικοοικονομικών αλλαγών» κατά τον 15 αιώνα π.Χ. συνδέεται με τη «μετακίνηση στην Κρήτη ατόμων από την ηπειρωτική Ελλάδα και ειδικότερα την περιοχή των Μυκηνών». Ανάμεσα σε εκείνες τις αλλαγές ήταν, διαβάζουμε, και η «υιοθέτηση της ηπειρωτικής πρωτο-ελληνικής Γραμμικής Β γραφής». Το πρωτότυπο κείμενο, βέβαια, μιλάει για υιοθέτηση όχι μόνο της γραφής, αλλά και της γλώσσας της Γραμμικής Β («the adoption of the mainland proto-Greek Linear B script/language») και νομίζω ότι η παράλειψη του language στη μετάφραση δεν ήταν απολύτως αθώα. Έστω και έτσι όμως, ο κ. Τριανταφυλλίδης υιοθετεί, προς στιγμήν, τον χαρακτηρισμό πρωτοελληνική, τον οποίο αναιρεί αμέσως πιο κάτω:

«Από την άλλη, θα μπορούσε να υποστηριχθεί, αφού η κρητική γλώσσα της Μινωϊκής εποχής ήταν ελληνική, ότι η ελληνική γλώσσα είχε μορφοποιηθεί πολύ παλαιότερα, και αφού δεν είναι δυνατόν η προφορική μορφοποίηση να αναπτύσσεται την ίδια εποχή με την γραπτή. Επομένως, η ελληνική γλώσσα είχε μορφοποιηθεί πολύ παλαιότερα και ίσως η μορφοποίησή της να ανάγεται στην εποχή της διαμόρφωσης των νεολιθικών οικισμών στο Σέσκλο και το Δίμηνι, δηλαδή την 7η χιλιετία π.Χ.»

Τα παραπάνω, εννοείται, δεν αποτελούν περαιτέρω μετάφραση του κειμένου της μελέτης. Απολύτως τίποτα δεν αναφέρεται σε αυτή που να μπορεί να στηρίξει επιχειρήματα υπέρ της υποτιθέμενης ελληνοφωνίας των Μινωιτών. Εκτός του ότι η εισαγωγή της Ελληνικής στην Κρήτη τοποθετείται ρητά στον 15 αιώνα π.Χ, τα σενάρια που προτείνονται για την προέλευση της μινωικής γλώσσας είναι τα εξής: 1) Να σχετιζόταν με τις γλώσσες της Ανατολίας (ο όρος αναφέρεται στις εξαφανισμένες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες της περιοχής). Στα πλαίσια της θεωρίας του Κόλιν Ρένφριου, οι γλώσσες της Ανατολίας αποκόπηκαν «από τις υπόλοιπες ινδοευρωπαϊκές γύρω στο 7.000 π.Χ.». Επομένως, η μινωική γλώσσα, σε αυτή την περίπτωση, θα προήλθε από έναν ινδοευρωπαϊκό κλάδο άσχετο από εκείνον που προήλθε αργότερα η ελληνική. 2) Να προερχόταν από κάποια μη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα των νεολιθικών χρόνων, «συναφή με τη Χαττική της κεντρικής Ανατολίας» - ακόμα πιο άσχετη με την ελληνική, δηλαδή. Στη μελέτη, ουσιαστικά, επαναλαμβάνονται οι υποθέσεις που διατυπώνει ο Ρένφριου στην εργασία του για τη «Μινωική συμβολή στη Μυκηναϊκή Ελληνική»*. Εκεί υποστηρίζει την άποψη ότι πολλές από τις ξένες λέξεις της Αρχαίας Ελληνικής που λογίζονται προελληνικές, «στην πραγματικότητα, δεν αντιπροσωπεύουν ένα γλωσσικό υπόστρωμα, αλλά είναι μάλλον το αποτέλεσμα γλωσσικού δανεισμού στη διάρκεια της Εποχής του Χαλκού από τη γλώσσα της Μινωικής Κρήτης.» Ερμηνεύει δηλ. την παρουσία αυτών των λέξεων στα ελληνικά ως προϊόν της γλωσσικής επίδρασης του αλλόγλωσσου μινωικού πολιτισμού. Δεν θα συζητήσουμε εδώ αυτή τη θεωρία, αλλά είναι σαφές ότι ούτε αυτή λέει για τη μινωική Κρήτη εκείνα που θα ήθελε ο κ. Τριανταφυλλίδης.

Ωστόσο, στη βιβλιογραφία που παραθέτει ο τελευταίος στο άρθρο του, βρίσκουμε και μια «μελέτη» στην οποία μπορεί να στηρίξει όντως τις απόψεις του. Είναι οι «Θεωρίες για την καταγωγή των Ελλήνων» του δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω κ. Μιχαήλ Δ. Ρέλλου. Έχει ενδιαφέρον όλο το κείμενο, αλλά αρκεί να διαβάσει κανείς τον επίλογο («Η οφειλόμενη αντίδραση») για να αντιληφθεί ότι ο κ. Ρέλλος υιοθετεί μάλλον ολόκληρο το ελληνοκεντρικό πακέτο: Είμαστε η «αδιάλειπτη συνέχεια των πρωτανθρώπων της ευρωπαϊκής ηπείρου», ο «αρχαιότερος λαός της Γης» (να υποθέσω ότι τα δέχεται και αυτά ο κ. Τριανταφυλλίδης;), που «διέδωσε την πρωτογλώσσα του στο μεγαλύτερο τμήμα του κόσμου». Τα περί Ινδοευρωπαίων και φοινικικού αλφαβήτου αποτελούν, φυσικά, «αβάσιμες θεωρίες», από τις οποίες «δεν υπάρχει κανένας λόγος οι Έλληνες επιστήμονες να επηρεάζονται […] μόνο και μόνο επειδή διδάσκονται σε κάποια ξένα πανεπιστήμια». (Ο κ. Τριανταφυλλίδης σίγουρα δεν επηρεάζεται, αφού σε άλλο σημείο του άρθρου του ζητάει και ο ίδιος «να αναθεωρηθεί η ινδοευρωπαϊκή θεωρία περί της καταγωγής των Ελλήνων». Αλλά δεν θα επεκταθώ σε αυτό.) Διαβάζοντας την ενότητα «Η ελληνική γλώσσα» στο σημείωμα του κ. Ρέλλου, μας λύνεται και η απορία πού ακριβώς βρήκε ο κ. Τριανταφυλλίδης τα όσα γράφει για τη γλώσσα της μινωικής Κρήτης και για την προγενέστερη «προφορική μορφοποίηση» της ελληνικής. Οφείλουμε, πάντως, να αναγνωρίσουμε την πρωτοτυπία των επιχειρημάτων του κ. Ρέλλου, σύμφωνα με τον οποίο η ελληνικότητα της μινωικής γλώσσας «αποδεικνύεται από την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β γραφής». Αντί, δηλαδή, να μπει και αυτός στην άχαρη διαδικασία να βγάλει ελληνική τη Γραμμική Α, συμπεραίνει την ελληνοφωνία των Μινωιτών κατευθείαν από τη Γραμμική Β. Πώς να μείνει ασυγκίνητος ύστερα ο κ. Τριανταφυλλίδης από έναν τέτοιο «ορθό και τεκμηριωμένο επιστημονικό λόγο»;

Γενικά, τα όσα σχολιάσαμε στο άρθρο του κ. Τριανταφυλλίδη αποτελούν ένα ιδιόμορφο μείγμα απόψεων του Κόλιν Ρένφριου, του Μιχαήλ Ρέλλου, δικών του και κάποιων συναδέλφων του. Θα μπορούσε να είχε περιοριστεί στον Ρένφριου (η θεωρία του οποίου για την εξάπλωση, γενικότερα, των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών είναι -αν και όχι η επικρατέστερη- η πιο «φιλελληνική»), αφού στη μελέτη επισημαίνεται ότι οι απόψεις του άγγλου αρχαιολόγου είναι συμβατές με τα γενετικά δεδομένα. Θα ήταν υποχρεωμένος όμως τότε ο κ. Τριανταφυλλίδης να «θυσιάσει» την, κατ’ αυτόν, ελληνικότητα του μινωικού πολιτισμού – μια υποχώρηση που, προφανώς, του ήταν δυσβάστακτη. Ανακάτεψε, λοιπόν, επιστημονικές και «ελληνοκεντρικές» απόψεις, με τα αποτελέσματα που μόλις είδαμε.



* Renfrew C. (1998). Word of Minos: The Minoan contribution to Mycenaean Greek and the linguistic geography of the Bronze Age Aegean. Cambridge Archaeological J. 8: 239.

Σάββατο, Ιουνίου 27, 2009

Απειλητική δυσφορία

«Εμείς οι Έλληνες χρωστάμε πολλές ευχαριστίες στους ξένους επιστήμονες οι οποίοι επιδόθηκαν με αξιοσημείωτη αφοσίωση στο κοπιώδες έργο της επίλυσης του αινίγματος γραφής και γλώσσας, στην οποία είναι γραμμένα τα πανάρχαια αρχεία των προπατόρων μας που βρέθηκαν στην ιερή γη της Πατρίδας μας.» Πρόκειται για σχόλιο κάποιου έλληνα επιστήμονα, το οποίο ο γλωσσομαθής Βέντρις είχε προσέξει και μεταφράσει στα αγγλικά. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β «παρακολουθούσε», όπως γράφει ο βιογράφος του Άντριου Ρόμπινσον, «τον εθνικιστικό τόνο κάποιων αντιδράσεων με ελαφριά θυμηδία»*.

Είναι διαδεδομένη στη χώρα μας η παρεξήγηση ότι οι ξένοι που ασχολούνται με την ελληνική (ή ελλαδική) αρχαιότητα υιοθετούν τη δική μας, εθνοκεντρική οπτική σε αυτά τα θέματα. Βλέπουμε τους καρπούς της εργασίας τους όχι τόσο σαν επιστημονική συνεισφορά, όσο σαν φιλελληνική προσφορά - εξ ου και οι αφελείς εκφράσεις ευγνωμοσύνης, όπως του έλληνα καθηγητή που διασκέδασε άθελά του τον Βέντρις. Αναρωτιέμαι αν εκείνος θα ξαναγελούσε ή θα θύμωνε ακούγοντας κάποιους τωρινούς εθνικιστές να τον επικαλούνται ενάντια στο «επιστημονικό κατεστημένο» που δεν τους κάνει τη χάρη να ανακηρύξει ελληνική και τη Γραμμική Α. «Τα ίδια έλεγαν και για τη Γραμμική Β, μέχρι που τους έβαλε τα γυαλιά ένας ερασιτέχνης», είναι το γνωστό «αποστομωτικό» τους επιχείρημα. Πέρα από το γεγονός όμως ότι και ο ίδιος ο Βέντρις (που, ασφαλώς, δεν ήταν κανένας άσχετος με το αντικείμενο) απέρριπτε αρχικά την ελληνική λύση, ένας από τους λόγους που έφτασε τελικά εκεί ήταν ότι βασίστηκε στην υπόθεση των δύο ξεχωριστών γλωσσών. Έχοντας επηρεαστεί από μελέτες άλλων σημαντικών ερευνητών (όπως του Έμετ Μπένετ για τα διαφορετικά συστήματα μέτρησης των δύο Γραμμικών) εγκατέλειψε την αρχική του θέση ότι η Γραμμική Β απέδιδε την ίδια γλώσσα με τη Γραμμική Α και κινήθηκε προς τα ελληνικά αναζητώντας, ακριβώς, μια δεύτερη, εξω-κρητική γλώσσα. Αυτά μάλλον δεν είναι γνωστά στους υποστηρικτές της «ελληνικότητας» της μινωικής γραφής. Η εντύπωση, γενικότερα, ότι οι Μινωίτες ήταν ένα ελληνόφωνο και καθ’ όλα ελληνικό φύλο οφείλεται τόσο στην ελλιπή ενημέρωση για το θέμα (τις γλωσσικές, αρχαιολογικές κ.α. παραμέτρους του), όσο και σε μια αδυναμία ή απροθυμία να γίνει αντιληπτό ότι υπήρξαν και προελληνικοί ελλαδικοί πολιτισμοί.

Τα παραπάνω τα είχα γράψει σαν εισαγωγή σε ένα σημείωμα που ετοιμάζω για αστήρικτες «ελληνοκεντρικές» θέσεις του καθηγητή γενετικής κ. Κωνσταντίνου Τριανταφυλλίδη (με τον οποίο είχα ασχοληθεί και παλιότερα). Ο κ. Τριανταφυλλίδης δείχνει να «εξελληνίζει» με εντυπωσιακή άνεση προγενέστερους πληθυσμούς και πολιτισμούς – και ο μινωικός δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Θα δημοσιεύσω την κριτική σε λίγες μέρες. Συνέβη πρόσφατα, ωστόσο, ένα σχετικό περιστατικό που αξίζει να σχολιαστεί. Πληροφορούμαστε, συγκεκριμένα, τις «αντιδράσεις [που] προκάλεσε στην Κρήτη η δημόσια τοποθέτηση ανώτερης υπαλλήλου - αρχαιολόγου του υπουργείου Πολιτισμού αλλά και ενός συναδέλφου της ιδιώτη, οι οποίοι αμφισβήτησαν ευθέως την ελληνικότητα των Μινωιτών εμφανίζοντάς τους ως... απογόνους των Σημιτών, Εβραίων». Πρόκειται για την κ. Μεταξία Τσιποπούλου, διευθύντρια του Εθνικού Αρχείου Μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού, και τον κ. Κωστή Χρηστάκη. Τα περί εβραϊκής καταγωγής των Μινωιτών μάλλον αποτελούν «ερμηνεία» της δήλωσης του κ. Χρηστάκη (για την ακριβή μεταφορά της οποίας, πάντως, αμφιβάλλω) ότι: «Είτε αρέσει είτε δεν αρέσει σε κάποιους, οι Μινωίτες ήταν σημιτικό φύλο». Αν το είπε έτσι ο κ. Χρηστάκης, δεν είχε δίκιο, καθώς η άποψη που επικρατεί είναι ότι οι Μινωίτες (όπως και οι πρώτοι, νεολιθικοί κάτοικοι του νησιού) ήρθαν από την Ανατολία. Το ότι, ωστόσο, δεν ήταν σημιτικό φύλο, προφανώς δεν σημαίνει ότι ήταν ελληνικό. Όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι ο μινωικός πολιτισμός συγκαταλέγεται -από γλωσσικής, και όχι μόνο, πλευράς- στους προελληνικούς.

Διαβάζουμε ότι όταν η κ. Τσιποπούλου «είπε ευθέως ότι οι Μινωίτες δεν ήταν Έλληνες», ο παρευρισκόμενος πρώην βουλευτής κ. Δημήτρης Σαρρής αντέδρασε αμέσως, κάνοντας λόγο «για διαστρέβλωση της Ιστορίας». Φυσικά, «ο ίδιος, βαθύς γνώστης της Ιστορίας», σε σχετικό του άρθρο «υπεραμύνεται της ελληνικότητας της Κρήτης και των Μινωιτών καταχωρώντας αποδεικτικά ιστορικά ντοκουμέντα από τη μυθολογία» κτλ. Συνδέει δε την απόρριψη της «ελληνικότητας» του μινωικού πολιτισμού ακόμα και με σκοτεινούς κύκλους «που κατά καιρούς εμφανίζονται και ομιλούν για δήθεν ανεξαρτησία της Κρήτης από την Ελλάδα»! Εκφράζει, τέλος, τη λύπη του «για τη δημοσιοποίηση τέτοιων θέσεων και απόψεων. Όταν μιλάμε για την Ιστορία θα πρέπει να είμαστε πάρα πολύ προσεκτικοί, και ιδιαίτερα όταν κάποιος είναι ανώτερος κρατικός υπάλληλος». Βλέπουμε άλλωστε, θα συμπλήρωνα εγώ, πώς μπορεί να μπλέξει ένας επιστήμονας και κρατικός υπάλληλος όταν υπερασπίζεται «απρόσεκτα» κάποια βασικά δεδομένα της επιστήμης του.

Αν έχουμε φτάσει στο σημείο να ζητείται από ειδικούς να αυτολογοκρίνονται προκειμένου να μην προκαλούν «δυσφορία» (όπως γράφει δυο-τρεις φορές ο αρθρογράφος) σε αδαείς με εθνικές υπερευαισθησίες, αντιλαμβάνεται κανείς ότι οι ανησυχίες για την ανάπτυξη του «ελληνοκεντρικού» φαινομένου κάθε άλλο παρά αβάσιμες είναι. Καταρτισμένοι επιστήμονες με σημαντικό έργο (όπως φαίνεται να είναι π.χ. η κ. Τσιποπούλου) δέχονται υποδείξεις, επιθέσεις και συκοφαντίες από άσχετους που παριστάνουν τους υπερασπιστές της ιστορικής αλήθειας και του εθνικού συμφέροντος. Ας έχουν αυτοί οι άνθρωποι, τουλάχιστον, κάποια δημόσια υποστήριξη – ιδίως από συναδέλφους τους, που μπορεί αύριο να βρεθούν σε ανάλογα δύσκολη θέση.

---------

* Andrew Robinson, «Ο άνθρωπος που αποκρυπτογράφησε τη Γραμμική Β», σελ. 150. Το όνομα του έλληνα επιστήμονα δεν το αναφέρει ο συγγραφέας. Αν κατάλαβα καλά, η μεταφρασμένη δήλωση είναι παρμένη από επιστολή του Βέντρις προς τον Τσάντγουικ. (Από το ίδιο βιβλίο –σελ. 78 και 93- και η πληροφορία για το άρθρο του Έμετ Μπένετ και την επίδρασή του στον Βέντρις.)


---------

ΠΡΟΣΘΗΚΗ: Χάρη σε έναν σύνδεσμο που παρέθεσε Ο Stazybο Hοrn, βρήκα τις σχετικές επιστολές που δημοσιεύτηκαν στην κρητική εφημερίδα "Πατρίς":

1. Αυτή είναι η αλήθεια για τους Μινωίτες (η πρώτη επιστολή του κ. Δημήτρη Σαρρή).

2. Η Κρήτη των λαβυρίνθων (η απάντηση του αρχαιολόγου κ. Κωστή Χρηστάκη).

3. Οι καινοφανείς θεωρίες και οι ύποπτοι κύκλοι της ανθελληνικής εκστρατείας (η δεύτερη επιστολή του κ. Σαρρή).

4. Ο απαράμιλλος Μινωικός πολιτισμός και οι κατά καιρούς αρνητές του (επιστολή του αναφερόμενου ως ιστορικού και συγγραφέα κ. Γιώργου Παναγιωτάκη).

Εδώ, τέλος, η σχετική.... επερώτηση στη Βουλή από τον κ. Γιάννη Σκουλά!

Φαντάζομαι ότι ο κ. Χρηστάκης δεν θα ανταποκριθεί στο αίτημα του κ. Σαρρή "να ζητήσει συγγνώμη από τον λαό της Κρήτης, για την προσβολή που διέπραξε σε βάρος του". Ίσως, όμως, θα έπρεπε να ζητήσει ο κ. Σαρρής μια συγγνώμη από τον κ. Χρηστάκη, τουλάχιστον επειδή μετέτρεψε την ονομασία Προέλληνες, που αναφέρει στην επιστολή του ο αρχαιολόγος, σε Πρωτοέλληνες και, με βάση αυτή τη διαστρέβλωση, του καταλόγισε (όπως και ο κ. Σκουλάς στην επερώτησή του) ότι φάσκει και αντιφάσκει. Όλα αυτά, βέβαια, είναι ενδεικτικά της "σοβαρότητας" με την οποία συμμετέχουν σε τέτοιες συζητήσεις κάποιοι εθνικά εύθικτοι.

Τρίτη, Μαρτίου 24, 2009

Βασίλειος Αργυρόπουλος: Αρχαιολατρία και Γλώσσα


Μιλάμε για «αρχαιολάτρες» ή «ελληνοκεντρικούς» ελλείψει κάποιου ακριβέστερου όρου και επιστρατεύοντας συνήθως μπόλικα εισαγωγικά κατά της αναγκαστικής αυτής ασάφειας. Αυτό κάνει και ο Βασίλης Αργυρόπουλος στις μέσα σελίδες του βιβλίου του. Η αρχαιολατρία, φυσικά, στη νεότερη Ελλάδα υπήρξε σχεδόν πάντοτε «αρχαιολατρία» εντός εισαγωγικών, μια «ξεθυμασμένη, μαϊμουδίστικη, λογού ψευτολατρεία για τους αρχαίους Έλληνες», όπως έγραφε ο –συχνά μνημονευόμενος από τους εγχώριους εθνικιστές- Ίων Δραγούμης. Μέχρι και σήμερα, δύσκολα ανακαλύπτει κανείς στη χώρα μας γνήσιο και ειλικρινές, χωρίς ιδεολογικά κίνητρα, ενδιαφέρον για τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό. Τι είναι λοιπόν εκείνο που ξεχωρίζει τους συγκεκριμένους «αρχαιολάτρες», καθιστώντας τους ειδική περίπτωση που αξίζει την προσοχή και τον προβληματισμό μας;

Το νέο στοιχείο που έχει εμφανιστεί τις τελευταίες δεκαετίες είναι η ανάπτυξη μιας ιδιόμορφης εθνοκεντρικής παραεπιστήμης – η προβολή και διάδοση, συγκεκριμένα, παραεπιστημονικών απόψεων σε ζητήματα γλώσσας, ιστορίας κ.α., παράλληλα με την ευθεία αμφισβήτηση των αντίστοιχων επιστημονικών («ανθελληνικών», υποτίθεται) διδαγμάτων. Πλέον υπάρχει αρκετός κόσμος στην Ελλάδα που έχει πειστεί π.χ. ότι η Ινδοευρωπαϊκή θεωρία είναι ένα μύθος που κατασκευάστηκε για να υποβιβαστεί η ελληνική γλώσσα (την οποία οι ίδιοι θεωρούν ως την αληθινή μητέρα-γλώσσα των υπόλοιπων) ή να εμφανιστούν οι Έλληνες ως επήλυδες (ενώ κατ’ αυτούς καταγόμαστε πιθανότατα από γηγενή προϊστορικά ανθρωποειδή). Δεν γίνεται να προσπεράσουμε το θέμα, γιατί όταν μια μεγάλη μερίδα του κοινού δυσπιστεί σε βασικά συμπεράσματα της επιστήμης και αμφισβητεί κοινώς αποδεκτά δεδομένα, αυτό υπονομεύει την ίδια τη θέση της επιστήμης μέσα στην κοινωνία. Αλίμονο αν είναι ανεκτή η απαξίωση του επιστημονικού χώρου επειδή οι επιστήμονες λένε και πράγματα που δεν αρέσουν στους εθνικιστές, τους θρήσκους ή όποιες άλλες ομάδες με άκαμπτα πιστεύω και υπερβολικές «ευαισθησίες».

Με τον Βασίλη Αργυρόπουλο δεν έχουμε γνωριστεί προσωπικά, αλλά είναι φανερό ότι πρόκειται για κάποιον που κρίνει παραπάνω από απαραίτητη την αντίδραση σε αυτό το είδος της παραεπιστήμης - και δη της παραγλωσσολογίας. Στο βιβλίο του δεν επεκτείνεται σε μη γλωσσικά θέματα, ενώ εξαρχής διευκρινίζει ότι σκοπός του είναι να αποδείξει την έλλειψη γλωσσολογικής βάσης στους ισχυρισμούς των «αρχαιολατρών» και όχι να έρθει σε γενικότερη ιδεολογική αντιπαράθεση μαζί τους. Άλλωστε, όπως σωστά παρατηρεί σε άλλο σημείο, «θα μπορούσε να είναι κανείς ελληνοκεντρικός χωρίς να υποστηρίζει τίποτα το αντιεπιστημονικό». (Το παράδειγμα που αναφέρει είναι ρεαλιστικό, αφού τα βιβλία του Αριστείδη Κωνσταντινίδη για τις ελληνικές λέξεις στα αγγλικά, με όλη τη μονομέρεια και τις μεγαλοστομίες του συγγραφέα τους, βασίζονται όντως σε «σωστές ετυμολογίες, που είναι δεκτές και από έγκυρα ξένα λεξικά»).

Ο Αργυρόπουλος δεν είναι άγνωστος σε όσους έχουν ασχοληθεί μέσω διαδικτύου με τους νεο-αρχαιολάτρες. Ήδη από το 1998, στη διάρκεια των μεταπτυχιακών του σπουδών, άρχισε να ασκεί κριτική σε αντιεπιστημονικές απόψεις γύρω από γλωσσικά θέματα και ήταν ο πρώτος που αντέκρουσε κάποιους από τους χαρακτηριστικούς «ελληνοκεντρικούς» ισχυρισμούς (τα περί νοηματικής π.χ. ελληνικής γλώσσας). Τα κείμενα εκείνα, που πρωτοδημοσίευσε στο σάιτ του, υπάρχουν στο βιβλίο μαζί με νεότερα, ξανακοιταγμένα και οργανωμένα σε πιο κατάλληλη για την έντυπη έκδοση μορφή. Δεν είναι μόνο τα δικά του ηλεκτρονικά γραπτά ωστόσο που έχει συγκεντρώσει, καθώς δεν διστάζει να παραθέσει και γνώμες (σύμφωνες ή όχι με τις δικές του) που έχουν διατυπώσει άλλοι σε συναφείς συζητήσεις και μηνύματα. Σχηματίζει έτσι ο αναγνώστης και μια εικόνα για την αντιπαράθεση που εξελίσσεται τα τελευταία χρόνια στο διαδίκτυο, διαπιστώνοντας, μαζί με τον συγγραφέα, ότι το τελευταίο «βοηθάει ώστε να γίνουν ευρύτερα γνωστές και οι απαντήσεις [στους "αρχαιολάτρες"], όχι μόνο οι απόψεις των "αρχαιολατρών"». Δεν είναι τυχαίο ότι το βιβλίο «αφιερώνεται σε όλους όσοι υπερασπίστηκαν γλωσσολογικές αλήθειες σε διαδικτυακές συζητήσεις με "αρχαιολάτρες"».

Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου επικεντρώνεται σε θέματα ετυμολογίας και ορθογραφίας, που, μαζί με την λεξικογραφία, αποτελούν τα κύρια γλωσσολογικά ενδιαφέροντα του συγγραφέα. Μιλάμε πάντοτε, βέβαια, για θέματα όπου η παρατηρούμενη απόκλιση από τα διδάγματα της γλωσσολογίας οφείλεται κυρίως σε ιδεολογικούς λόγους και όχι σε απλή άγνοια. Ασφαλώς διαπιστώνονται και παχυλή άγνοια και άκρατος ερασιτεχνισμός, αλλά δεν είναι αυτά τα βασικά αίτια του «ελληνοκεντρικού» φαινομένου. Από σοβινισμό πρωτίστως υποστηρίζει κάποιος π.χ. ότι η Ελληνική είναι η μοναδική «μη συμβατική» ανάμεσα σε όλες τις γλώσσες του πλανήτη και όχι επειδή δεν ξέρει γλωσσολογία. Ο Αργυρόπουλος το τονίζει συχνά αυτό, αλλά έχει και την υπομονή να ακούσει προσεκτικά τα επιχειρήματα των «αρχαιολατρών» και να τα ανασκευάσει ένα προς ένα. Εξηγεί, έτσι, αναλυτικά πώς ορίζεται η συμβατικότητα του γλωσσικού σημείου και γιατί δεν στέκουν τα περί «μη συμβατικών» γλωσσών (όπως τα εννοούν αυτοί που τα υποστηρίζουν): «Ο χώρος της γλωσσογονίας δεν είναι επιστημονικά προσπελάσιμος» υπογραμμίζει, την ώρα που κάποιοι επιμένουν να αναζητούν την καταγωγή των ελληνικών λέξεων στα «αλς», τα «πλουτς», τα «κρουτς» και τους άλλους μαγικούς ήχους της ελληνικής φύσης. Εξετάζονται, επίσης, η λεξαριθμική θεωρία (πώς ο Λατίνος π.χ. έγινε Λατείνος για να προκύψει το «πολυπόθητο 666»), η υποτιθέμενη υπαγωγή της Αγγλικής στις ελληνικές διαλέκτους (φαίνεται πως ούτε να χαιρετιούνται δεν ήξεραν οι κάτοικοι των βρετανικών νησιών πριν φτάσουν σε αυτά οι πρώτοι Έλληνες ναυτικοί) και πολλές ακόμα ενδιαφέρουσες περιπτώσεις (μάθετε π.χ. πώς συνδέεται ετυμολογικά ο ομηρικός Πηλεύς με διάσημο Βραζιλιάνο ποδοσφαιριστή). Παρά την αναπόφευκτα εύθυμη νότα που δίνουν τέτοια παραδείγματα, ο Αργυρόπουλος απαντά πάντοτε σοβαρά και δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω. Τον ενδιαφέρει να καταδείξει το αγλωσσολόγητο των «αρχαιολατρικών» ισχυρισμών, σχολιάζοντάς τους, όπως γράφει στον πρόλογο, «όσο το δυνατόν πιο αναλυτικά».

Η ορθογραφία της Ελληνικής είναι ετυμολογική, οπότε το δεύτερο μέρος του βιβλίου (Θέματα ορθογραφίας) σχετίζεται άμεσα με το προηγούμενο (περί ετυμολογίας). Διαπιστώνεται καταρχάς ότι οι «αρχαιολάτρες» επαναφέρουν ή αναζητούν στηρίγματα σε προεπιστημονικές θεωρίες, όπως την αιολοδωρική (που υποστήριζε την προέλευση της Νέας Ελληνικής από την αιολική και τη δωρική διάλεκτο), που έχουν εγκαταλειφθεί ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα. Και δεν φτάνει που υποστηρίζουν, σε αυτή τη βάση, παλιές εσφαλμένες ορθογραφήσεις (όπως αυτί και αυγό), αλλά αποδίδουν τις ετυμολογικά σωστές γραφές (αφτί και αβγό, εν προκειμένω) σε ύπουλα σχέδια σταδιακής καθιέρωσης της φωνητικής ορθογραφίας και, εν τέλει, του λατινικού αλφαβήτου! Φυσικά, ο Αργυρόπουλος ξέρει ότι ορισμένες εσφαλμένες γραφές σαν τις παραπάνω συνηθίζονται και αναγνωρίζει το κριτήριο της χρήσης. Άλλο όμως να δικαιολογείς, γι’ αυτόν τον λόγο, τη γραφή π.χ. αυτί και άλλο να έχεις την εντύπωση ότι το σωστότερο αφτί αποτελεί Δούρειο Ίππο για τον εκλατινισμό της γραφής. Στη συνέχεια αναφέρονται αρκετά ακόμη παραδείγματα (βρόμα και βρώμα, αλλιώς και αλλοιώς, παλιός και παληός κτλ.), τα οποία ο συγγραφέας σχολιάζει εξαντλητικά. (Ίσως, πάντως, στέκεται λίγο περισσότερο από ό,τι θα έπρεπε στην –ειδική, ορθογραφικά- περίπτωση της ορθοπαιδικής / ορθοπεδικής.)

Φυσικά, σε μια τέτοια εργασία, δεν θα μπορούσαν να μείνουν ασχολίαστες οι υπερελληνοκεντρικές απόψεις για τα «κλασικά», πλέον, θέματα των Ινδοευρωπαίων και της προέλευσης του ελληνικού αλφαβήτου. Έχω δημοσιεύσει και εγώ κάποια σχετικά σημειώματα και, γενικά, έχουν γραφτεί αρκετά σαν κριτική, οπότε δεν χρειάζεται να αναφερθώ και εδώ αναλυτικά. Επισημαίνω απλώς ότι το βιβλίο ενημερώνει άριστα τον αναγνώστη και για αυτά τα ζητήματα, όπως και για εκείνο της αρχαιοελληνικής προφοράς: γίνεται σαφές ότι, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των «αρχαιολατρών» να πείσουν για το αντίθετο, η προφορά της Αρχαίας Ελληνικής διέφερε σημαντικά από αυτή της Νέας. Είναι κάτι που δέχονται όλοι οι ειδικοί και μόνο από ανόητο σοβινισμό μπορεί να επιμένει κανείς ότι δεν είναι έτσι.

Πέρα, ωστόσο, από τους σοβινιστές και τους διάφορους ακραίους, υπάρχει ένα κοινό που θα ήθελε απλώς να πληροφορηθεί τι πραγματικά ισχύει σε γλωσσικά ζητήματα όπως τα παραπάνω. Σε αυτό το κοινό απευθύνεται το βιβλίο, το οποίο είναι απολύτως προσιτό σε μη ειδικούς. Αν, πάλι, κάποιοι ειδικοί, συνάδελφοι του συγγραφέα, αναρωτηθούν αν αξίζει τον κόπο να ασχολείται ένας επιστήμονας με τα όσα απίθανα και θαυμαστά σχολιάζονται στο βιβλίο, ας σκεφτούν ότι πλέον δεν βλέπουμε τους «αρχαιολάτρες» να αγορεύουν μόνο σε περιθωριακούς τηλεοπτικούς σταθμούς, αλλά και σε αρκετά μεγαλύτερους. Ακόμα και στο Κανάλι της Βουλής.


----

Το βιβλίο "Αρχαιολατρία και Γλώσσα" του Βασιλείου Αργυρόπουλου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρόπουλου.

Σχετικοί σύνδεσμοι:

Βασίλειος Αργυρόπουλος
Αρχαιολατρία και Γλώσσα (WordPress)
Αρχαιολατρία και Γλώσσα (Blogger)
Περιγλώσσιο (άρθρα του Β. Αργυρόπουλου και άλλων γλωσσολόγων)

Για το βιβλίο έχουν γράψει επίσης ο Νίκος Σαραντάκος και ο τουκιθεμπλόμ.

Κυριακή, Φεβρουαρίου 22, 2009

Η απλοομάδα J-M102 και ο εκπολιτισμός της Δύσεως

«Καταρρίπτονται τα επιχειρήματα των Σκοπίων», έγραφε ο τίτλος περσινού ρεπορτάζ της ΕΤ3 που μου τράβηξε την προσοχή. Μια μελέτη, λέει, καθηγητών του ΑΠΘ αποδείκνυε ότι οι Έλληνες είναι κατά 99,5 % λευκοί, βάζοντας τέλος στη σκοπιανή προπαγάνδα που μας ήθελε συγγενείς με κατοίκους της ανατολικής Αφρικής.

Δεν είναι η πρώτη φορά, βέβαια, που Έλληνες επιστήμονες επιχειρούν να θέσουν (όπως ευθέως δηλώνει ο καθηγητής γενετικής κ. Κωνσταντίνος Τριανταφυλλίδης) τα δεδομένα της επιστήμης τους «στην υπηρεσία […] του εθνικού συμφέροντος». Στο ζήτημα ειδικά της Μακεδονίας έχουν αξιοποιηθεί δεόντως τα ευρήματα των αρχαιολόγων, ενώ τις εθνικά χρήσιμες θέσεις έχουν υποστηρίξει κατά το δυνατόν* και γνωστοί γλωσσολόγοι. Ωστόσο είναι αμφίβολο αν αυτού του είδους η επιστημονική συνδρομή συμβάλλει πράγματι στην υλοποίηση των όποιων εθνικών στόχων. Από πού έχουμε π.χ. αποκομίσει την ιδέα ότι τυχόν αποδείξεις της ελληνοφωνίας των αρχαίων Μακεδόνων θα έπαιζαν ρόλο στη διαμάχη που έχουμε με την ΠΓΔΜ; Υπάρχει κανείς, πέρα από εμάς και τους γείτονες, που να θεωρεί μέρος μιας σύγχρονης διακρατικής διαφοράς τη γλώσσα που μιλούσε ένα αρχαίο φύλο; Ή που να παίρνει στα σοβαρά την αντιπαράθεση για το ποιοι δικαιούνται σήμερα να αποκαλούνται απόγονοι και κληρονόμοι του; Φτάνοντας πλέον να συζητάμε μέχρι και τίνος το DNA είναι γνησιότερο, αντί να πείθουμε κανέναν για τα «ελληνικά δίκαια», μάλλον ενισχύουμε τη διεθνή εντύπωση ότι η όλη διένεξη πηγάζει από αναχρονιστικές συλλήψεις της εθνικής ταυτότητας σε μια περιοχή με επίμονα εξωδυτικές ιδιομορφίες. Άλλο πράγμα ο επιστημονικός αντίλογος σε μια έρευνα που -σκόπιμα ή όχι- κατέληγε, όπως λέγεται, σε λάθος συμπεράσματα, και άλλο να αντιμετωπίζονται ως εθνικά σημαντικό ζήτημα τα περί συγγένειάς μας με τους Αιθίοπες και να βγαίνουν σε κρατικά κανάλια ολόκληροι καθηγητές κραδαίνοντας τεκμήρια της φυλετικής μας καθαρότητας.

Την προηγούμενη φορά, αναφερόμενος σε διαφωνίες που υπάρχουν για τους Ινδοευρωπαίους και συναφή ζητήματα, ξεχώρισα τους διαφωνούντες του επιστημονικού από τους «διαφωνούντες» του υπερεθνικιστικού χώρου. Δεν αποτελεί ίδια περίπτωση ένας αδαής φανατικός που δεν θέλει να ακούσει τίποτα για μεταναστεύσεις και έξωθεν επιδράσεις με έναν ανθρωπολόγο ή αρχαιολόγο που, από τη δική του ακαδημαϊκή σκοπιά, αμφισβητεί (έστω και με προβληματική κάποτε επιχειρηματολογία) κάποια δεδομένα π.χ. της ιστορικής γλωσσολογίας. Ωστόσο και οι επιστήμονες δεν είναι από σίδερο και δεν στέκονται πάντα, όπως είδαμε, υπεράνω εθνικών παθών και σκοπιμοτήτων. Ενίοτε μάλιστα υποστηρίζουν φανερές ανακρίβειες στα πλαίσια της εξυπηρέτησης του εθνικού συμφέροντος, για να θυμηθούμε τον κ. Τριανταφυλλίδη. Χωρίς να παριστάνω τον ειδικό σε θέματα γενετικής, θα ασχοληθώ με δύο μελέτες που επικαλείται ο συγκεκριμένος καθηγητής - όχι ως κριτική στο περιεχόμενο και τα συμπεράσματά τους, αλλά στον τρόπο που ο ίδιος τα παρουσιάζει και τα «εκλαϊκεύει» για το εγχώριο ακροατήριο.

Η πρώτη μελέτη φαίνεται να είναι εκείνη που αποτέλεσε αφορμή για το άρθρο του Ταχυδρόμου και το αυτοχθονικό παραλήρημα του κ. Γεωργιάδη. Τα ονόματα των επιστημόνων που αναφέρονται (του κ. Τριανταφυλλίδη συμπεριλαμβανομένου) είναι τα ίδια. Βέβαια, το αντικείμενο της έρευνας, σχετικό με μεταναστεύσεις της Νεολιθικής Περιόδου και μεταγενέστερες, δεν έχει σχέση με οποιαδήποτε φάση της Παλαιολιθικής Περιόδου. Αναρωτιέμαι ωστόσο μήπως ο ίδιος ο κ. Τριανταφυλλίδης τα είχε «φουσκώσει» λίγο στη δημοσιογράφο με δηλώσεις του τύπου: «Οι Έλληνες ξεκίνησαν και πήγαν στην Ευρώπη από την Μακεδονία και άλλες περιοχές και μετέφεραν με τον πολιτισμό τους και το DNA τους στη Δυτική Ευρώπη». Αυτό μάλιστα, όπως λέει, είναι το «βασικό συμπέρασμα της έρευνας». Στην πραγματικότητα, οι μοναδικοί Έλληνες για τους οποίους γίνεται λόγος είναι οι Πελοποννήσιοι που αποίκησαν στην Κάτω Ιταλία «σε ιστορικούς χρόνους», κατά τα λεγόμενα του ίδιου του καθηγητή. Δεν χαρακτηρίζονται, ούτε θα μπορούσαν να χαρακτηρίζονται ως «Έλληνες» οι νεολιθικοί νοτιοβαλκανικοί πληθυσμοί που πιθανολογείται ότι κινήθηκαν προς τη Δυτική Ευρώπη, αφού:

1) Δεν ίσχυαν τότε στη Βαλκανική οι μεταγενέστερες εθνοτικές κατηγοριοποιήσεις (Έλληνες, Ιλλυριοί, Θράκες κτλ.). Για την ακρίβεια, είναι αδύνατη οποιαδήποτε εθνοτική ταξινόμηση των τότε κατοίκων, γι’ αυτό και δεν υπάρχουν επιστημονικές αναφορές σε συγκεκριμένους βαλκανικούς «λαούς» ή «φύλα». Δεν είναι καν γνωστές οι βασικές πολιτισμικές ιδιαιτερότητες των διάφορων ομάδων (οι γλώσσες π.χ. που μιλούσαν).

2) Η απλοομάδα J-M102 του χρωμοσώματoς Y, στην ανίχνευση της οποίας βασίζονται οι διαπιστώσεις των γενετιστών που εξετάζουμε, δεν αποτελεί ελληνική αποκλειστικότητα. Απαντά και σε άλλους σημερινούς Βαλκάνιους. Στους Αλβανούς π.χ. εμφανίζεται σε υπερδιπλάσια συχνότητα (14,3 %) απ’ ό,τι στους Έλληνες (6,5 %). Γιατί λοιπόν να μην υποστηρίξει κάποιος Αλβανός συνάδελφος του κ. Τριανταφυλλίδη ότι ήταν δικοί του ομοεθνείς εκείνοι που μετέδωσαν στη Δύση «το DNA και τον πολιτισμό τους»; Μήπως τότε θα θυμόμασταν τους λόγους για τους οποίους δεν πρέπει να συγχέονται τα γενετικά με τα εθνολογικά δεδομένα;

Βλέπουμε, λοιπόν, με ποιο τρόπο μια ακριβής και προσεγμένη στις διατυπώσεις της επιστημονική μελέτη «ξεχειλώνεται» κατάλληλα (από κάποιον μάλιστα που τη συνυπογράφει) για να χωρέσει τέτοιες ανακρίβειες. Στη συνέχεια, οι ανακρίβειες αναπαράγονται άκριτα (πόσοι θα μπουν στη διαδικασία να ελέγξουν την εγκυρότητα τόσο κολακευτικών εθνικά θέσεων;) και φτάνουμε κάποια στιγμή να ακούμε για Έλληνες μισού εκατομμυρίου και βάλε χρόνων. Από όλα αυτά προκύπτει άραγε κάποιο εθνικό όφελος; Στον διεθνή ακαδημαϊκό χώρο εξυπακούεται ότι δεν περνάνε τέτοια τερτίπια, ενώ είναι αμφίβολο αν θα βρεθεί έστω κάποιος μη ειδικός που θα πειστεί για το εκπολιτιστικό έργο των νεολιθικών «Ελλήνων». Αστήρικτοι ισχυρισμοί, επομένως, αυτού του τύπου προσφέρονται για εσωτερική μόνο κατανάλωση.

Το όνομα του κ. Τριανταφυλλίδη υπάρχει και στη δεύτερη μελέτη που θα εξετάσουμε. Επειδή θα απαιτηθεί ένας μεγαλούτσικος πρόλογος, θα την αφήσω για την επόμενη φορά (σύντομα ελπίζω). Διευκρινίζω, παρεμπιπτόντως, ότι το ιστολόγιο δεν εγκατέλειψε τον γλωσσικό του προσανατολισμό. Καταπιάστηκα με ζητήματα ανθρωπολογίας και γενετικής αφενός γιατί κάποια από αυτά σχετίζονται με την ιστορία της ελληνικής και των ομιλητών της, αφετέρου γιατί θεωρώ απαραίτητο τον αντίλογο και σε ανακρίβειες που εκστομίζουν πιο «επίσημα» χείλη από εκείνα των γνωστών ακραίων. Το σημερινό και το επόμενο σημείωμα αποτελούν, αν δεν κάνω λάθος, την πρώτη απόπειρα κριτικής στις δηλώσεις του κ. Τριανταφυλλίδη – τουλάχιστον στο διαδίκτυο.

----

* Οι γλωσσολόγοι είχαν δυσκολότερο έργο από τους αρχαιολόγους, καθώς το μοναδικό χειροπιαστό στοιχείο για την ελληνικότητα της αρχαίας μακεδονικής ανακαλύφθηκε πρόσφατα. Φυσικά, απαιτείται περισσότερο υλικό για μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 02, 2009

Θε,θε,θε και γκούρντι, γκούρντι



Στους αγγλόφωνους, τουλάχιστον, οι υπόλοιπες γλώσσες δεν ακούγονται μόνο σαν βαρ, βαρ, βαρ...

Σάββατο, Δεκεμβρίου 13, 2008

Καλώς και γνησίως γεγενημένοι

«Οι Έλληνες είναι αυτόχθονες και όχι Ινδοευρωπαίοι.» «Εδώ και διακόσιες έως πεντακόσιες χιλιάδες χρόνια είμαστε ο ίδιος λαός».

Aντίθετα με ό,τι πιστεύουν κάποιοι σαν τον κ. Άδωνι Γεωργιάδη, δεν σκοντάφτει μόνο στους Ινδοευρωπαίους ο πόθος τους για αυτοχθονίες εκατοντάδων χιλιάδων ετών. Για να διατυπώνει κανείς τέτοιους ισχυρισμούς πρέπει να αγνοεί βασικά πράγματα – όπως ότι ο homo sapiens sapiens έφτασε στην Ευρώπη μόλις πριν από 40.000 χρόνια. Αυτά δεν τα λέει η γλωσσολογία, ούτε είναι γλωσσολογικός ο αντίλογος σε θεωρίες τύπου Πουλιανού (ότι οι Έλληνες, μαζί με όλους τους άλλους λαούς, αποτελούν εξέλιξη ελλαδικών αρχανθρώπων). Επομένως, όσο συγγνωστή κι αν είναι η επιθυμία μερικών συμπατριωτών μας να εκτείνουν το γενεαλογικό τους δέντρο μέχρι τον Ουρανοπίθηκο τον Μακεδονικό και τον Μεσοπίθηκο τον Πεντελικό, θα πρέπει να αντιληφθούν ότι τέτοιες θέσεις δεν βρίσκουν στήριξη σε κανέναν κλάδο της επιστήμης.

Δεν ξέρω αν το δημοσίευμα του Ταχυδρόμου για το οποίο θριαμβολογεί (εδώ και εδώ) ο Γεωργιάδης γράφει πράγματι τόσο χοντρές ανακρίβειες. Η πληροφορία ότι «το γονιδιακό αποτύπωμα των Ελλήνων έχει κατά 67% παλαιολιθική προέλευση» μάλλον σχετίζεται με το συμπέρασμα πρόσφατων γενετικών μελετών ότι «το 80% της γραμμής καταγωγής των σημερινών Ευρωπαίων φτάνει ως την Παλαιολιθική Εποχή» - δηλαδή: «μέχρι τις αρχαιότερες μεταναστεύσεις στην Ευρώπη από τη Μέση Ανατολή και την Kεντρική Ασία». Ο όρος παλαιολιθικός, λοιπόν, αναφέρεται στους πρώτους ανθρώπους που εποίκησαν την Ευρώπη κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική Περίοδο και όχι σε ανθρωπίδες ή ανθρωποειδή της Κατώτερης Παλαιολιθικής (όπως φαντάζεται ο κ. Γεωργιάδης). Από τα ποσοστά, επίσης, προκύπτει ότι οι Έλληνες δεν συγκαταλέγονται στους πιο «παλαιολιθικούς» Ευρωπαίους. Αυτό οφείλεται, όπως εξηγεί η γενετίστρια κ. Αναστασία Κουβάτση, στη μεγαλύτερη επίδραση που είχε στον χώρο μας το τελευταίο από τα τρία κύρια μεταναστευτικά κύματα προς την Ευρώπη, κατά τη Νεολιθική περίοδο. Το αρχαιολογικό υλικό, άλλωστε, μαρτυρεί τη σύνδεση εκείνου του εποικισμού με τη «νεολιθικοποίηση» (εμφάνιση της γεωργίας, της κτηνοτροφίας, της μόνιμης κατοικίας) της Ελλάδας, η οποία ξεκάθαρα εισήχθη - δεν αποτέλεσε εξέλιξη του προγενέστερου (μεσολιθικού) ελλαδικού πολιτισμού. Ανεξάρτητα, δηλαδή, από το τι ισχύει σε σχέση με τους Ινδοευρωπαίους, είναι σαφές ότι και σημαντικοί εποικισμοί υπήρξαν και ισχυρές εξωτερικές επιδράσεις. Η πεποίθηση ορισμένων ότι οι πάντες και τα πάντα στην Ελλάδα εμφανίστηκαν και αναπτύχθηκαν εξαρχής εδώ το μόνο που φανερώνει είναι έλλειψη στοιχειώδους, έστω, ενημέρωσης.

Μήπως, ωστόσο, δεν τεκμηριώνονται επαρκώς μεταγενέστερες πληθυσμιακές μετακινήσεις που θεωρούνται σχετικές με την έλευση και επικράτηση της ελληνικής γλώσσας; Παρακολούθησα μια απροσδόκητη αντιπαράθεση στο Gravity & the Wind (το αρχικό σημείωμα του cyrus αφορούσε το ριάλιτι της κ. Μανωλίδου), όπου ένας σχολιαστής επέμενε ότι η «θεωρία περί καθόδου Ινδοευρωπαίων στην Ελλάδα […] έρχεται σε αντίθεση με τα ανθρωπολογικά δεδομένα». Επικαλέστηκε μια παλιότερη συνέντευξη του ανθρωπολόγου Ξηροτύρη και άρθρα από ένα ιστολόγιο συναφούς θεματολογίας. Από αυτά που λέει ο Ξηροτύρης θα επιλέξω να σταθώ σε εκείνο που διατυπώνει πιο προσεκτικά και μάλλον βρίσκεται πλησιέστερα στην πραγματικότητα: ότι από τη μελέτη ενός περιορισμένου σε όγκο σκελετικού υλικού έχουν προκύψει ενδείξεις μιας συνέχειας. Έστω, λοιπόν, ότι κατά το διάστημα που υπολογίζεται η εμφάνιση των πρώτων ομιλητών της ελληνικής, δεν υπήρξαν θεαματικές αλλαγές (αυτό είναι το περισσότερο που μπορεί να δεχθεί κανείς με βάση κάποια όχι συντριπτικά ανθρωπολογικά στοιχεία) στην πληθυσμιακή σύνθεση του ελλαδικού χώρου. Έρχεται αυτό σε αντίθεση με την υπόθεση ότι τότε εισάγεται και αρχίζει να επικρατεί μια διαφορετική γλώσσα; Ας δούμε ένα-δύο συναφή παραδείγματα:

- Πρόσφατες μελέτες συμπεραίνουν γενετική συνέχεια στην Ιβηρική χερσόνησο από τους προρωμαϊκούς χρόνους. Γνωρίζοντας ότι πριν τη ρωμαϊκή περίοδο δεν υπήρχαν εκεί λατινογενείς γλώσσες, θα μιλήσουμε τάχα για αντίθεση γλωσσολογικών και γενετικών δεδομένων; Ισχυρίζεται κανείς Ισπανός ή Πορτογάλος ότι οι γλώσσες τους δεν προέρχονται από τα λατινικά επειδή η γενετική αποδεικνύει την αυτοχθονία των λαών τους;

- Άλλοι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι οι Τούρκοι προέρχονται κατά βάση από αυτόχθονες πληθυσμούς της Μικράς Ασίας. Μόλις το 10-15 % από αυτούς, σύμφωνα με τον ανθρωπολόγο Timuçin Binder*, έχουν κεντροασιατική καταγωγή. Άραγε, σε περίπτωση που ο Τούρκος καθηγητής έχει δίκιο για τα χιλιάδες χρόνια αυτοχθονίας των κατοίκων της Ανατολίας, θα αποδειχθεί εσφαλμένη η πληροφορία ότι η τουρκική άρχισε να μιλιέται εκεί μόλις μετά τον ενδέκατο αιώνα; 

Θα μπορούσα να αναφέρω αρκετά ακόμη παραδείγματα (και οι Σλάβοι π.χ. των Βαλκανίων θεωρούνται σε σημαντικό βαθμό απόγονοι τοπικών, προσλαβικών πληθυσμών). Από πού, λοιπόν, προκύπτει ότι η γενετική συνέχεια συνεπάγεται και γλωσσική συνέχεια; Είδαμε παραπάνω σαφείς περιπτώσεις γλωσσικού θανάτου όπου οι φυσικοί ομιλητές των εξαφανισμένων γλωσσών (σύμφωνα με τις συγκεκριμένες μελέτες, τουλάχιστον) όχι μόνο δεν χάθηκαν μαζί τους, αλλά αποτέλεσαν και το μεγαλύτερο μέρος των ομιλητών των γλωσσών που τις αντικατέστησαν. Αν αποδεικνύουν κάτι αυτά τα ευρήματα είναι ακριβώς ότι η αλλαγή γλώσσας δεν προϋποθέτει απαραίτητα ριζικές πληθυσμιακές και, ακόμη περισσότερο, ανθρωπολογικές μεταβολές.

Συνέβη, λοιπόν, κάτι ανάλογο με την επικράτηση της ελληνικής στην περιοχή μας; Σίγουρα, πάντως, είναι πιθανότερη αυτή η εκδοχή από εκείνη που παρουσιάζει ο Ξηροτύρης. Ερχόμαστε εδώ στο βασικό ερώτημα, ποιες είναι οι εναλλακτικές λύσεις που προτείνουν όσοι αμφισβητούν τις κρατούσες απόψεις για την προέλευση της ελληνικής γλώσσας (ή άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών). Καμία αντίρρηση να λάβουν υπόψη οι γλωσσολόγοι τα ανθρωπολογικά, γενετικά, αρχαιολογικά κτλ. δεδομένα, αλλά δεν μπορεί να τους ζητείται να απορρίψουν τα δεδομένα της δικής τους επιστήμης χάριν εξεζητημένων θεωριών, οι οποίες απλώς έρχονται βολικές σε ειδικούς άλλων κλάδων. Ο Ξηροτύρης φτάνει να παρουσιάζει ως πόρισμα της «σύγχρονης γλωσσολογικής επιστήμης» την «κοινή καταγωγή όλων των γλωσσών του πλανήτη»! Στην πραγματικότητα, καμία θεωρία για υπεροικογένειες γλωσσών (της νοστρατικής συμπεριλαμβανομένης) δεν έχει σήμερα άξια λόγου γλωσσολογική υποστήριξη. Το ζήτημα, βέβαια, της ινδοευρωπαϊκής κοιτίδας παραμένει ανοιχτό, αλλά όσα από τα προτεινόμενα μοντέλα την τοποθετούν πιο πίσω από την πέμπτη χιλιετία π.Χ. εμφανίζουν σοβαρά προβλήματα ως προς το γλωσσικό τους μέρος: μικρότερες από τις αναμενόμενες, για τόσο μεγάλο διάστημα, διαφορές μεταξύ των θυγατρικών γλωσσών, κοινής ρίζας λέξεις (όπως οι σχετικές με τροχοφόρα οχήματα) που η παρουσία τους δεν δικαιολογείται νωρίτερα από ένα χρονικό σημείο, κοινά γραμματικά γνωρίσματα που, επίσης, θεωρούνται μεταγενέστερες εξελίξεις κ.α.

Θα χρειαστεί να συνεχίσω. Περιττεύει, ελπίζω, η διευκρίνιση ότι δεν βάζω τον Ξηροτύρη στο ίδιο σακί με τους διάφορους διασκεδαστές του υπερελληνοκεντρικού χώρου. Ο ίδιος έχει επισημάνει και επικρίνει τέτοια φαινόμενα.

* Τη συνέντευξη τη μετέφρασε από τα τουρκικά, όπως μπορείτε να δείτε, ο κ. Σάββας Καλεντερίδης. Κατόπιν αναδημοσιεύτηκε σε αρκετούς εθνικιστικούς ιστότοπους, μάλλον με το σκεπτικό ότι ενισχύει την υπόθεση περί ελληνικής καταγωγής μεγάλου μέρους των Τούρκων. Ωστόσο, ο Μπιντέρ μιλάει για 40.000 χρόνια αυτοχθονίας (όχι μόνο για προτουρκικούς, δηλαδή, αλλά και προελληνικούς πληθυσμούς) και ξεκαθαρίζει ότι "η γενετική έρευνα δεν έχει την έννοια της εθνολογικής έρευνας". Θα σταθώ στην εθνοκεντρική ανάγνωση και παρουσίαση τέτοιων επιστημονικών απόψεων στο επόμενο σημείωμα. 

-----

Προσθήκη: Με αφορμή αυτό το σχόλιο του κ. Σαραντάκου, ας μου επιτραπεί να επισημάνω άλλη μια διαστρέβλωση (άσχετη με τα πρόσφατα θλιβερά γεγονότα, αλλά σχετική με το θέμα του σημειώματός μου) χωρίου του Ισοκράτη. Προσέξτε, προς το τέλος του βίντεο, με τι θράσος παρουσιάζεται ο αρχαίος ρήτορας να μιλάει δήθεν για την αυτοχθονία των Ελλήνων. Στην πραγματικότητα, υποστηρίζει ότι μόνο οι Αθηναίοι, από όλους τους Έλληνες, δικαιούνται να αποκαλούνται αυτόχθονες. Κανένα πρόβλημα, ωστόσο, χάρη στη δραστική "επέμβαση" της κ. Τζιροπούλου και του κ. Γεωργιάδη. (Το ωραίο είναι ότι το συγκεκριμένο απόσπασμα κυκλοφορεί και αδιαστρέβλωτο στο διαδίκτυο από ανυποψίαστους που δεν γνωρίζουν καλά αρχαία ελληνικά: "μόνοις γαρ ημίν των Ελλήνων την αυτήν τροφόν και πατρίδα και μητέρα καλέσαι προσήκει." Δεν διδάσκει η κ. Τζιροπούλου τη γενική διαιρετική στους μαθητές της Ελληνικής Αγωγής;)