Τετάρτη, Δεκεμβρίου 27, 2006

Φρικώδεις μακαρονισμοί

Κάποτε ο Κοραής (που ήθελε με μέτρο το «ελληνίζειν» στη γλώσσα) είχε ακούσει έναν «φρικωδέστατο μακαρονισμό» τον οποίο και ανέφερε ως παράδειγμα προς αποφυγή: «Δεν μου το επιτρέπει ο καιρός». Εκείνη την εποχή συνήθιζαν να λένε «Δεν μου το συγχωρεί ο καιρός», ενώ το επιτρέπω, απ’ ό,τι φαίνεται, θα το χρησιμοποιούσε μόνο κάποιος ακραίος αρχαϊστής. Ο Κοραής έφτασε να ρωτήσει τον συγκεκριμένο αν θεωρούσε το συγχωρώ βουλγαρική λέξη και γι’ αυτό την απέφευγε! Τη συνέχεια, βέβαια, της ιστορίας τη γνωρίζουμε. Αναρωτιέμαι, όμως, αν ο Κοραής έτυχε απλώς να «εκτεθεί» από την κατοπινή επίδοση της λέξης, ή αν είχε παραβλέψει / υποτιμήσει κάποιους παράγοντες που την ευνοούσαν εξαρχής. Ίσως, για παράδειγμα, το συγχωρώ να έτεινε ήδη περισσότερο προς τη σημερινή του σημασία και να είχε δημιουργηθεί έδαφος για ένα άλλο ρήμα – έστω και εξεζητημένο αρχικά.

Αν και τα γλωσσικά πράγματα στην Ελλάδα έχουν αλλάξει από τότε, δεν λείπει ούτε σήμερα η κριτική για αρχαϊστικά φαινόμενα. Μερικές φορές (όπως όταν χρησιμοποιούνται τελείως παράταιροι τύποι της καθαρεύουσας: της γλώσσης, η άποψις, το βιβλίον κτλ.) αυτά μπορούν να αποδοθούν, με σχετική ασφάλεια, σε κίνητρα ιδεολογικά. Σε άλλες, όμως, κοινότερες περιπτώσεις, τα πράγματα δεν είναι τόσο ξεκάθαρα ώστε να μπορεί κανείς να διαγνώσει με σιγουριά πρόθεση αρχαϊσμού. Εκεί τίθεται το ερώτημα αν ορισμένα από αυτά τα φαινόμενα θα έπρεπε –όπως, ίσως, στο παράδειγμα της πρώτης παραγράφου- να ερμηνευθούν με πιο σύνθετο τρόπο.

Σε πρόσφατο άρθρο του, με τον ενδεικτικό τίτλο «Για λευκότερα λευκά ελληνικά», ο Γιάννης Χάρης διαπιστώνει τάση «βίαιου εξαρχαϊσμού των πάντων» και επιχειρεί να την τεκμηριώσει με διάφορα παραδείγματα. Ο τρόπος που τα ομαδοποιεί και τα ερμηνεύει επιδέχεται, νομίζω, για τους λόγους που ανέφερα πιο πάνω, κάποιες ενστάσεις. Καυτηριάζει, για παράδειγμα, τη σύνταξη με γενική ορισμένων ρημάτων (όπως τα μετέρχομαι, αποποιούμαι), τα οποία «ποτέ δεν συντάσσονταν έτσι». Ένας από τους λόγους που αυτό συμβαίνει ίσως να είναι, πράγματι, η αίσθηση ότι η γενική προσδίδει στη διατύπωση «λογιότερη» χροιά. Εξίσου βάσιμη, όμως, φαίνεται η υπόθεση ότι ένας μέσος (χωρίς γνώσεις αρχαίων ελληνικών) ομιλητής απλά δεν είναι βέβαιος για την πτώση που πρέπει να χρησιμοποιήσει: θα συντάξει ένα ρήμα σαν το αποποιούμαι με γενική ή αιτιατική, αναπαράγοντας απλώς εκείνο που έχει ακούσει από αλλού - όχι για να "αρχαΐσει". Οι όποιοι αρχαϊστές, άλλωστε, μόνο ακούσια θα διαφοροποιούνταν από τη νόρμα της καθαρεύουσας, αφού το τελευταίο που επιθυμούν είναι να τους ελέγχουν για τα ελληνικά τους.

Το ίδιο μπορεί κανείς να πει και για περιπτώσεις όπως τα υβριδικά διανοείτο, αναφέρετο, συζητείτο κτλ: όσο «εσφαλμένα» είναι ως δημοτική, άλλο τόσο είναι και ως καθαρεύουσα. Δύσκολα θα τα χρησιμοποιούσε ένας συνεπής αρχαϊστής. Σε παλιό, διεξοδικότερο άρθρο του ο Χάρης τα χαρακτηρίζει «μαγειρεμένα» - αλλά από ποιον; Η εντύπωσή μου είναι ότι προέκυψαν στη χρήση από την επεξεργασία και απλούστευση (διατήρηση της κατάληξης, αλλά όχι της χρονικής αύξησης) κάποιων ανθεκτικών τύπων της καθαρεύουσας, με βάση το σημερινό γλωσσικό αισθητήριο. Και, πράγματι, τα συζητείτο, διανοείτο μάς είναι πολύ πιο ανεκτά από τα συνεζητείτο, διενοείτο. Ο ίδιος ο Χάρης αναγνωρίζει ότι η χρήση τους οφείλεται, εν μέρει, στο ότι ορισμένοι τύποι του παρατατικού της ΝΕ (π.χ. ωφελούσουν) εμφανίζουν προβλήματα. Εγώ θα πρόσθετα ότι και το συνεπαγόταν π.χ., το οποίο αναφέρει ως ομαλότατο, δεν ακούγεται εξίσου φυσικά με τον παρατατικό δημωδέστερων ρημάτων σε -ομαι (ερχόταν, πλενόταν κτλ.). Κάποιο ρόλο, σε αυτήν την περίπτωση, ίσως παίζει και η βολική διατήρηση του τόνου στην ίδια συλλαβή (συνεπάγεται-συνεπάγετο, συνεπάγεται-συνεπαγόταν). Σημασία, πάντως, έχει ότι και εδώ υπάρχουν αρκετές παράμετροι που πρέπει να εξεταστούν, πριν μιλήσουμε απλώς για ένα φαινόμενο «νέο-καθαρευουσιανισμού».

Σε άλλο σημείο, ο Χάρης ψέγει μία δημοσιογράφο για τη διόρθωση του «Κολοσσού του Μαρουσιού» του Χένρι Μίλερ σε «Κολοσσό του Αμαρουσίου». Το βιβλίο, βέβαια, είναι γνωστό και έτσι (δεν ξέρω αν είχε κυκλοφορήσει παλιότερα με αυτόν τον τίτλο), αλλά η ουσία είναι ότι ο αγγλικός τίτλος «The Colossus of Maroussi» θα μπορούσε κάλλιστα να αποδοθεί ως «Ο Κολοσσός του Αμαρουσίου», αφού πρόκειται για τύπο που χρησιμοποιείται ευρέως σήμερα: η περιοχή του Αμαρουσίου, το κανάλι του Αμαρουσίου, η ομάδα μπάσκετ του Αμαρουσίου. Από τη στιγμή, άλλωστε, που δεν συνηθίζουμε να λέμε «του Χαλανδριού», «του Καλαμακιού», «του Μενιδιού» κτλ., η γενική «του Μαρουσιού» μάλλον σηκώνει συζήτηση. Αν σε αυτά προσθέσουμε και το υφολογικό μέρος («Ο Κολοσσός του Αμαρουσίου» σίγουρα ακούγεται πιο υποβλητικά), δικαιολογημένα θα απορήσουμε γιατί μία λογική και νόμιμη μεταφραστική επιλογή θα πρέπει, σώνει και καλά, να δηλώνει αρχαϊστική πρόθεση.

Το «οι παίκτες της Εθνικής φυσούν» υποθέτω ότι ξένισε τον Χάρη, όχι μόνο επειδή ο τύπος φυσάνε επικρατεί στην ομιλουμένη, αλλά και επειδή μιλάμε για μπάλα και οι λογιότεροι τύποι φαντάζουν παράταιροι. Στον αθλητικό Τύπο, όμως, είχε αξιοσημείωτη παρουσία η καθαρεύουσα (ειδικά, οι γραφικά διθυραμβικοί τίτλοι των πρωτοσέλιδων παραμένουν αξεπέραστοι) και κάποια κατάλοιπα εκείνης της παράδοσης επιβιώνουν και σήμερα – δίνοντας ένα «χρώμα», θα τολμούσα να πω. Σίγουρα, όμως, δεν είναι πια και καθαρεύουσα το φυσούν, και πολύ περισσότερο, βέβαια, το δημωδέστατο σέρνω: ένας τύπος που επικρατεί συντριπτικά μπορεί να εκτοπίζει σταδιακά (και μάλλον αυτό συμβαίνει εδώ, απ’ ό,τι έχω παρατηρήσει) έναν αδύναμο ακόμα και από στερεότυπες φράσεις όπως το «τα σούρνω σε κάποιον». Περισσότερο από «γλωσσικό ευπρεπισμό» τέτοιες περιπτώσεις δείχνουν γλωσσική δυναμική. Το ίδιο ισχύει και για τον τύπο λεν, που αναφέρει ο Χάρης, ο οποίος επειδή ακριβώς δεν είναι ισότιμος στη χρήση με το λένε (τον ποταμό μπορεί να τον «λεν» Ιλισό, αλλά δεν έχω ακούσει, πρόσφατα, κανέναν να συστήνεται: «Με λεν τάδε»), πολλοί θεωρούν ότι δεν είναι αυτόνομος και τον γράφουν με απόστροφο.

Εφόσον διαπιστώνουμε, έπειτα, την ευρεία σύγχυση που υπάρχει μεταξύ του σαν και του ως, και θεωρούμε ότι είναι φυσικό -και όχι, κατ’ ανάγκη, κατακριτέο- να χρησιμοποιείται το πρώτο στη θέση του δεύτερου (π.χ. «η διδασκαλία της ελληνικής σαν δεύτερης γλώσσας»), τότε γιατί να μην δεχθούμε ότι το ίδιο φυσικά και «αθέλητα» μπορεί κάποτε το δεύτερο να αναλαμβάνει λειτουργίες του πρώτου; Δεν θα ήταν, βέβαια, αβάσιμη η εικασία ότι αρκετοί, όταν αμφιταλαντεύονται μεταξύ των δύο, προτιμούν το ως επειδή το θεωρούν ασφαλέστερο (ως λόγιας προέλευσης που είναι) ή, επειδή το εκλαμβάνουν ως «επισημότερη» εκδοχή τού σαν. Η βασική αιτία όμως, και εδώ, είναι η αβεβαιότητα για το τι είναι σωστό και τι λάθος. Αν συμφωνούμε ότι πρέπει να είμαστε ελαστικοί απέναντι σε τέτοιου είδους «σφάλματα», θα πρέπει να τηρούμε αυτή τη στάση και προς τις δύο κατευθύνσεις. Μου φαίνεται π.χ. υπερβολική η αντίδραση του Χάρη για τον τίτλο της εκπομπής «Ωραίοι ως Έλληνες» - από τη στιγμή, μάλιστα, που υπάρχει μία πειστική εξήγηση (αυτή που του έδωσε ο φίλος του) για τη χρήση τού ως σε αυτήν την περίπτωση.

Θα συνεχίσω στο επόμενο σημείωμα. Εκείνο που προσπάθησα για την ώρα να δείξω, με αφορμή το άρθρο του Γιάννη Χάρη, είναι ότι γλωσσικά φαινόμενα που επηρεάζονται πιθανώς από ιδεολογικούς παράγοντες, καλό είναι να μην ερμηνεύονται στενά ιδεολογικά όταν παρατηρούνται σε υπολογίσιμη έκταση. Κάτι που απαντάται ευρέως στη γλωσσική χρήση είναι απίθανο να οφείλει την παρουσία του μόνο στην ιδεολογία μιας μερίδας ομιλητών.

* Διευκρίνιση: Ο παράλληλος σχολιασμός, αυτόν τον καιρό, απόψεων του κ. Χάρη από διάφορα γλωσσολόγια οφείλεται σε απλή σύμπτωση.