Πέμπτη, Ιανουαρίου 18, 2007

Χωρίς νι και σίγμα

«Κανένας πια δεν εργάζεται, όλοι δουλεύουν, κανείς δεν ερευνά, αναζητεί, διερευνά, καταζητεί, όλοι ψάχνουν, κανείς δεν συλλαμβάνεται πλέον, αλλά μόνο πιάνεται, κανένας δεν θέτει το πρόβλημα, αλλά μόνο το βάζει, δεν υπάρχει πια συμμετοχή γονέων παρά μόνο γονιών, τα παιδιά δεν πηγαίνουν σε σχολείο αλλά μόνο σε σχολειό, τίποτα πλέον δεν είναι επιτυχημένο αλλά μόνο πετυχημένο, κι ούτε υπάρχουν υψηλές τιμές, επιδιώξεις κτλ. αλλά μόνο ψηλές

Το απόσπασμα είναι από κείμενο που γράφτηκε στα μέσα της δεκαετίας του ‘80 και ο τρόπος που παρουσιάζεται εδώ σίγουρα αδικεί τον συντάκτη του, Γιάννη Καλιόρη. Στα βιβλία του βρίσκει κανείς άλλες –καίριες- γλωσσικές παρατηρήσεις, με τις οποίες ο χρόνος φάνηκε σαφώς φιλικότερος. Εκείνη την περίοδο, άλλωστε, υπήρχε όντως μία τάση για γλωσσικές υπερβολές σαν αυτές που αναφέρει. Παρόλα αυτά, δικαιολογημένα θα διέκρινε κανείς μία υπερβολή και στην ίδια την περιγραφή του. Δεν φαίνεται πιθανό, λέξεις όπως συλλαμβάνομαι, θέτω, ερευνώ κ.α., που χρησιμοποιούνται ευρέως σήμερα, ή τύποι λέξεων όπως σχολείο ή υψηλός (με τη μεταφορική σημασία του), οι οποίοι επικρατούν πλέον συντριπτικά, να ήταν υπό εξαφάνιση πριν από είκοσι χρόνια. Ακόμα κι αν υπήρξε τότε μία συνειδητή προσπάθεια περιορισμού των «λόγιων» στοιχείων της γλώσσας, από τα αποτελέσματά της συμπεραίνουμε ότι δεν είχε τις τεράστιες διαστάσεις που της απέδιδε ο Καλιόρης.

Ως «πολεμικά δοκίμια» χαρακτήριζε τα κείμενά του για τη γλώσσα ο τελευταίος - πολεμικές είναι βέβαια, σε μεγάλο βαθμό, και οι γλωσσικές επιφυλλίδες του Γιάννη Χάρη, από το αντίπαλο «στρατόπεδο». Και θεωρώ ότι κανείς από τους δύο δεν αποφεύγει απόλυτα τις παγίδες που κρύβει μία, ορισμένων αφετηριών και στόχων, πολεμική. Εκτός του ότι υπερβάλλουν σαφώς στις περιγραφές τους, αμφότεροι υποτιμούν και υποβαθμίζουν τις μη ιδεολογικές παραμέτρους της γλωσσικής χρήσης: μακροπρόθεσμα, όπως έχει αποδειχθεί στην πράξη, η ίδια η γλώσσα θέτει όρια και φραγμούς στις όποιες ιδεολογικές τάσεις εκδηλώνονται εντός της. Είναι απίθανο να «περάσει», τελικά, κάτι που εναντιώνεται έντονα στο γλωσσικό αισθητήριο. Γι' αυτόν τον λόγο, δεν δικαιολογείται και η κινδυνολογική χροιά που προσλαμβάνουν συχνά τα γραφόμενα των Χάρη και Καλιόρη: σε κάτι άσχημο, ισχυρίζονται, θα οδηγήσουν οι καταγγελλόμενες τάσεις αν δεν αντιμετωπιστούν, κάποια ανεπιθύμητα -ή και καταστροφικά- αποτελέσματα θα επιφέρουν. Για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, θεωρούν ότι η γλώσσα κινδυνεύει.

Η βασική, όμως, αδυναμία αυτού του είδους της κριτικής είναι η μονομέρειά της. Ακόμα κι αν δεν σπανίζουν οι εύστοχες παρατηρήσεις στα γραπτά σοβαρών σχολιαστών όπως οι συγκεκριμένοι, η εικόνα που δίνουν για τη γλωσσική πραγματικότητα είναι μερική και, πιθανότατα, παραπλανητική. Αναφέρθηκα πριν σε κάποιες όχι απολύτως πειστικές περιγραφές του κ. Καλιόρη, ενώ και ο κ. Χάρης δείχνει δυσανάλογα μικρό ενδιαφέρον για άλλες εμφανείς τάσεις πλην αυτών που καταγγέλλει - π.χ. τις χρηστικά αδικαιολόγητες υπερβολές μιας επιδεικτικής αγγλομάθειας, η οποία χαρακτηρίζει ένα σημαντικό μέρος των ελληνικών ΜΜΕ. Βρίσκει κανείς εκείνο που ψάχνει, και το γλωσσικό τοπίο είναι πλέον αρκετά σύνθετο ώστε να προσφέρει σε κάποιον τα παραδείγματα που χρειάζεται για να υποστηρίξει την Α ή τη Β θέση. Όταν, όμως, η κριτική της γλωσσικής χρήσης δεν ξεχωρίζει τα διάφορα επίπεδα, και υπερτονίζει ή υποβαθμίζει φαινόμενα και τάσεις κατ’ επιλογή, τότε δεν λέει όλη την αλήθεια.

Επανερχόμενος στο ζήτημα αν υφίσταται σήμερα κάποια άξια λόγου –ή ανησυχίας- εξαρχαϊστική τάση στη γλώσσα, η δική μου απάντηση είναι αρνητική. Για τους εξής λόγους:

Πρώτον, κάτι τέτοιο δεν συνάγεται από τη συνολική εικόνα. Εκτός κι αν έχεις τεταμένη την προσοχή για να εντοπίζεις τέτοιες περιπτώσεις, δεν αποκομίζεις την εντύπωση «εξαρχαϊσμένου» λόγου από τις σημερινές εφημερίδες και τα περιοδικά, την τηλεόραση και το ραδιόφωνο, το διαδίκτυο. Ας σημειωθεί, επίσης, ότι ο «αρχαϊσμός» είναι κάτι συγκεκριμένο (κατά το λεξικό Τριανταφυλλίδη: η χρήση απαρχαιωμένων, ξεπερασμένων τρόπων έκφρασης – λέξεων, φράσεων, τύπων, συντάξεων) και δεν σημαίνει, γενικώς και αορίστως, τον «γλωσσικό ευπρεπισμό». Έτσι, αρκετά από τα παραδείγματα που αναφέρει στο άρθρο του ο Χάρης δεν ανήκουν σε αυτή την κατηγορία, ενώ και αυτά που αποτελούν αρχαϊσμούς είναι είτε κάποιοι παλιότεροι, ανθεκτικοί τύποι, είτε υπερδιορθώσεις. Περίπτωση επανεμφάνισης τύπου της καθαρεύουσας που είχε περιπέσει σε αχρηστία, ο Χάρης δεν αναφέρει καμία (ούτε έχω κι εγώ υπόψη).

Δεύτερον, δεν υφίστανται πλέον οι κοινωνιογλωσσικές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη γλωσσικού εξαρχαϊσμού. Η μακραίωνη λόγια παράδοση, στους κόλπους της οποίας αναπτύχθηκαν οι αρχαΐζουσες ποικιλίες της ελληνικής, έφθινε, πολεμήθηκε και εν τέλει τερματίστηκε. Από τους φορείς της εξουσίας, πάλι, που άλλοτε στήριζαν και προσέδιδαν κύρος στην αρχαΐζουσα γλώσσα, μόνο η Εκκλησία τη χρησιμοποιεί ακόμη – αν και, βέβαια, πολύ πιο περιορισμένα. Η δε διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στην εκπαίδευση (η οποία προβληματίζει, μεταξύ άλλων, κάποιους φίλους συνιστολόγους) εξυπηρετεί μεν ιδεολογικές-συναισθηματικές ανάγκες, αλλά τα καθαυτό γλωσσολογικά της αποτελέσματα (είτε επιθυμητά, είτε ανεπιθύμητα) είναι μάλλον ανύπαρκτα. Με δεδομένο, επίσης, ότι πλησιάζουν τα σαράντα οι πρώτοι που πήγαν σχολείο μετά την καθιέρωση της δημοτικής και ότι οι περισσότεροι, από εκείνη τη γενιά και πέρα, ούτε παθητική γνώση (που θα τους επέτρεπε να διαβάζουν έστω) της καθαρεύουσας δεν φαίνεται να έχουν, δύσκολα θα μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι στις ενδογλωσσικές εξελίξεις των επόμενων δεκαετιών ο «αρχαϊσμός» θα παίξει κάποιον αξιοσημείωτο ρόλο. Πολύ απλά, οι όποιες συναφείς τάσεις δεν διαθέτουν πλέον τα απαραίτητα ερείσματα.

Τρίτον, ενώ άλλοτε τα «καλά» ελληνικά ήταν εκείνα που γράφονταν «με το νι και με το σίγμα», εκείνα δηλαδή που συμμορφώνονταν με αρχαϊκά γραμματικά και μορφολογικά πρότυπα, σήμερα το γόητρο στο επίπεδο της γλωσσικής έκφρασης φαίνεται να αντλείται από αλλού. «Σοβαρά» γραμμένο δεν φαντάζει πλέον ένα κείμενο γεμάτο αρχαϊσμούς, αλλά ένα κείμενο π.χ. με προσεγμένες και όχι τόσο «κοινές» λεξιλογικές επιλογές. Και νομίζω ότι εκείνο που θα έπρεπε να μας απασχολεί δεν είναι το αν κάποια κοσμικογράφος υπερδιορθώνει κωμικά το όνομα της Ζωζούς Σαπουτζάκη, αλλά το πώς επηρεάζει την ευρύτερη χρήση η γλώσσα που χρησιμοποιείται σήμερα σε χώρους (όπως ο ακαδημαϊκός) όπου διαμορφώνονται τα γλωσσικά πρότυπα κύρους. Γνωρίζουμε, άλλωστε, ότι υπάρχουν κείμενα σε άψογη, γραμματικά, δημοτική, τα οποία διατηρούν ορισμένα κοινωνιογλωσσικά γνωρίσματα της καθαρεύουσας (π.χ. μεγαλύτερη φροντίδα για την «περιωπή» του συντάκτη τους, παρά για την αναγνωστική τους προσιτότητα). Διαφεύγουν, ωστόσο, τη γλωσσική κριτική, επειδή δεν εμπίπτουν στα πλαίσια του άλλοτε Γλωσσικού Ζητήματος, στα οποία εκείνη ακόμα περιορίζεται.

Τελειώνοντας, δεν παραγνωρίζω ότι υπάρχουν προβλήματα στη χρήση της ΝΕ που σχετίζονται, όντως, με την επίδραση της καθαρεύουσας. Απλώς, θεωρώ ότι η επίδραση αυτή έπαψε να υφίσταται μαζί με την ίδια την καθαρεύουσα και ότι οι όποιες δυσχέρειες, πλέον, έχουν να κάνουν με κάποια αναφομοίωτα ή, για άλλους λόγους, προβληματικά παράγωγά της. Με αυτά θα ασχοληθούμε σε επόμενο σημείωμα.

22 σχόλια:

Φοινικιστής είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
hominid είπε...

Δεν έχεις βγει, φυσικά, από το θέμα και σε ευχαριστώ για το σχόλιο.

Κι εμένα με βρίσκει σύμφωνο η θέση του Καλιόρη για τη λόγια συνιστώσα τής ΝΕ - απλώς, θεωρώ ότι υποβαθμίζει ορισμένα προβλήματα που δημιουργεί αυτό το γεγονός. Έχει δίκιο π.χ. να διαπιστώνει την ανάγκη για μια πιο "ευρύχωρη" γραμματική από την επίσημη σχολική, αλλά δεν επισημαίνει ότι αρκετά από τα χρησιμοποιούμενα στοιχεία της γραμματικής της καθαρεύουσας εμφανίζουν προβλήματα αφομοίωσης. Και με τον Γιάννη Χάρη συμφωνώ σε πολλά. Σκοπός αυτών των σημειωμάτων δεν ήταν η συνολική αμφισβήτηση των απόψεων που διατυπώνονται εκατέρωθεν, αλλά ο εντοπισμός των αδυναμιών που παρουσιάζει η "πολεμική" γλωσσική κριτική, ακόμα κι όταν ασκείται από σοβαρούς σχολιαστές σαν τους συγκεκριμένους.

Καλώς, επίσης, υπογραμμίζεις τη σημασία τού corpus (η χρήση του οποίου θα έπρεπε, πλέον, να είναι αυτονόητη) για τη μελέτη της γλωσσικής πραγματικότητας και εξέλιξης, αλλά να πω ότι και εδώ χρειάζεται λίγη προσοχή. Για παράδειγμα, το corpus μάς δίνει μεν την πληροφορία ότι ο τύπος "του Αμαρουσίου" είναι πολύ συχνότερος από "του Μαρουσιού", αλλά δεν μας λέει ότι, σε επίπεδο καθημερινής ομιλίας, η γενική (είτε λόγια, είτε δημώδης) αποφεύγεται. Οπότε, ακόμη και ένα ευρύ και "πολυσυλλεκτικό" σώμα κειμένων, μπορεί κάποτε να οδηγήσει σε λάθος συμπεράσματα.

Φοινικιστής είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
hominid είπε...

Να διορθώσω, καταρχάς, ότι το κείμενο του Καλιόρη που είχα κατά νου τιτλοφορείται «Για μία ευρύχωρη δημοτική» (και όχι «γραμματική», όπως θυμόμουν). Επίσης, άλλο η «ανάγκη για μια πιο ευρύχωρη γραμματική από την επίσημη σχολική», για την οποία έκανα λόγο, και άλλο η ανάγκη για μια πιο ευρύχωρη σχολική γραμματική. Δεν παίζω με τις λέξεις – διευκρινίζω ότι ανέφερα τη σχολική γραμματική ως μέτρο σύγκρισης.

Επειδή έχω διαβάσει τα κείμενά σας στην ενότητα «Γλωσσικές ακρότητες» (μεταξύ αυτών και την κριτική σας σε γραφόμενα του Γιάννη Καλιόρη) και γνωρίζω ότι έχετε ήδη αναφερθεί αναλυτικά σε παραδείγματα σαν αυτά που μου ζητήσατε, θα μου επιτρέψετε να επισημάνω μόνο ότι και εσείς αναγνωρίζετε ότι «υπάρχει πρόβλημα» σε ορισμένες περιπτώσεις. Απλώς, αν κατάλαβα καλά, θεωρείτε ότι το πρόβλημα αυτό θα λυθεί από την ίδια τη γλωσσική εξέλιξη. Ακόμα, όμως, κι αν είναι σωστή η εκτίμησή σας, το προφανές ερώτημα είναι: στο μεταξύ, τι γίνεται; Χάριν, δηλαδή, μιας εικαζόμενης γλωσσικής «αυτοΐασης» στο απώτερο μέλλον, θα αφήσουμε στην άκρη τον όποιο γραμματικό μπούσουλα διαθέτουμε και ό,τι ήθελε προκύψει; Δεν νομίζω να είναι τόσο απλό. Mπορείτε να εξηγήσετε λίγο αναλυτικότερα τι αντιπροτείνετε στη συμμόρφωση –εν προκειμένω- με τη νόρμα και, αν θέλετε, συνεχίζουμε.

hominid είπε...

Κύριε Σαραντάκο, σας εξήγησα ότι θεωρώ περιττό να δώσω επιπλέον παραδείγματα από αυτά που αναφέρετε εσείς στην κριτική τού "Σεμνωμάτων αναίρεσις" τού Καλιόρη, αφού ο ίδιος λέτε για ορισμένα από αυτά ότι: "Συμφωνώ με τον Καλιόρη ότι θα μπορούσε η γραμματική να εξετάζει τις περιπτώσεις αυτές". Δηλαδή, αναγνωρίζετε ο ίδιος ότι θα μπορούσε η γραμματική να είναι πιο "ευρύχωρη" - άλλο θέμα ότι δεν το κρίνετε απαραίτητο, επειδή θεωρείτε ότι η γλώσσα θα "στρώσει". Τι τα θέλετε, επομένως, τα δικά μου παραδείγματα;

Κάτι ακόμα: Ανεβαίνοντας προς την κορυφή τής σελίδας, θα παρατηρήσετε ότι υπάρχει ένα αρκετά εκτεταμένο κείμενο για το ζήτημα του εξαρχαϊσμού (ή μη) της σύγχρονης ελληνικής. Αν, κάποια στιγμή, θελήσετε να επισημάνετε ορισμένα σημεία με τα οποία συμφωνείτε ή διαφωνείτε και να σχολιάσετε κάτι επί της ουσίας...

Ανώνυμος είπε...

(Κύριε Σαραντάκο, νομίζω ότι παρεξηγήσατε ελαφρώς τις προθέσεις του hominid και ότι τσακωθήκατε...συμφωνώντας)

Συμφωνώ κι εγώ με τις γενικές παρατηρήσεις του κειμένου και με την ανάγκη που παρουσιάζεται για νηφαλιότερες προσεγγίσεις.

Ακόμα, όμως, κι αν δεν στοιχειοθετείται κάποια απτή, ρητή και συστηματική τάση εξαρχαϊσμού, αποκλείεται να υπάρχει μια τέτοια υποσυνείδητη και λανθάνουσα τάση/προτίμηση που να έχει περάσει και στους απλούς ομιλητές; Π.χ. συχνά φαίνεται πολλοί να νομίζουν πως ένας τύπος ή μια έκφραση που ακούγεται "αρχαϊκότερα" έχει περισσότερο κύρος. Το γεγονός ότι οι νεότεροι δεν έχουν περάσει από μια καθαρευουσιάνικη παιδεία και από τα αντίστοιχα γλωσσικά πρότυπα ίσως δεν είναι απόλυτα καθοριστικό για το τι γλωσσική ιδεολογία (σε ρητό ή ψυχολογικό επίπεδο) θα αναπτύξουν. Συμφωνώ ότι αυτές οι τάσεις πρέπει να ερευνηθούν σε πραγματικά δεδομένα, δηλ. σε σώματα κειμένων, ωστόσο αυτό που λέω- εικάζω μάλλον- δηλ. οι "αξιολογήσεις" των ομιλητών για τύπους, λέξεις και χρήσεις ίσως χρειάζονται και έναν άλλο τύπο έρευνας. Προς το παρόν μόνο κάποιες διαισθήσεις έχουμε.

Συμφωνώ απόλυτα και με μια άλλη παρατήρηση του κειμένου, ότι η εκζήτηση και η γλωσσική ξιπασιά μπορεί να υπάρχει σε μεγάλο βαθμό ακόμα και σε κείμενα γραμμένα "σε άψογη δημοτική".

Η δε διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στην εκπαίδευσηεξυπηρετεί μεν ιδεολογικές-συναισθηματικές ανάγκες, αλλά τα καθαυτό γλωσσολογικά της αποτελέσματα (είτε επιθυμητά, είτε ανεπιθύμητα) είναι μάλλον ανύπαρκτα

Πιστεύω πως μια κάποια σύγχυση είναι αναπόφευκτη. Όχι απλά λόγω του γεγονότος ότι τα παιδιά διδάσκονται αρχαία, αλλά επειδή υπάρχει η συνειδητή πρακτική οι μαθητές να διδάσκονται τα λογιότερα στοιχεία της Κοινής Νέας Ελληνικής στο μάθημα των αρχαίων, υπάρχει δηλαδή σύγχυση συγχρονίας-διαχρονίας. Επίσης τα αρχαία φαίνεται να ιεραρχούνται στο ελληνικό σχολείο σαν το πρωτεύον γλωσσικό μάθημα και τα παιδιά πρώτα μαθαίνουν και εφαρμόζουν τη μεταγλώσσα (γραμματικούς-συντακτικούς όρους) στα αρχαία και μετά (όποτε και αν) στα νέα. Πώς να μη νομίσει κανείς μετα ότι η ΝΕ είναι ατελέστερη, εξαρτημένη, παράγωγη;

Περίπτωση επανεμφάνισης τύπου της καθαρεύουσας που είχε περιπέσει σε αχρηστία

Φοινικιστή, τώρα θα σε καρφώσω. :) Μια φορά συζητούσαμε για την τάση επανεμφάνισης και επίδοσης των εσωτερικών αυξήσεων ακόμα και όταν το -ε- δεν τονίζεται. Δεν ξέρω αν όντως επαληθεύεται αυτό στατιστικά, πάντως το ακούμε.

Περιπτώσεις που η σχολική γραμματική θα έπρεπε να γίνει πιο "ευρύχωρη": θυμάμαι από τα σχολικά μου χρόνια κάποιες ασύγγνωστες -σήμερα- ελλείψεις της γραμματικής Τριανταφυλλίδη (δεν ξέρω αν παραμένουν στα σχολικά βιβλία), π.χ. δεν υπήρχαν οι παρατατικοί -αν "ήμασταν, ήσασταν, λουζόμασταν" κ.τ.ό., τα γ' πληθ. "βάζουνε", "θυμούνταν, θυμόντουσαν" (μόνο "θυμόνταν"!), ενώ όμως παρέα με τις "μεθόδους" μπορούσες να δεις και τις "μέθοδες". Περιττό να πω ότι στο φτωχό μυαλό της καθηγήτριας μας τότε αυτά ήταν τα σωστά που έπρεπε να γράφουμε σε διαγωνίσματα και εκθέσεις. Και, σίγουρα, αυτή η γραμματική διδασκόταν πέχρι πέρυσι, αφού περσινός μου μαθητής, που είχε την ίδια καθηγήτρια, την άκουσε να λέει ότι οι τύποι σε -αν είναι "βλάχικοι". Και έτσι μια προοδευτική στην εποχή της Γραμματική κατέληξε να γίνει όργανο ρύθμισης και συντηρητισμού. Ακούω ότι η Γραμματική Τριανταφυλλίδη οσονούπω αντικαθίσταται στη Μέση Εκπαίδευση γι'αυτό δεν επιμένω.

hominid είπε...

Τέττιξ, σε ευχαριστώ πολύ για το σχόλιο. Θα απαντήσω αύριο, που θα έχω περισσότερο χρόνο.

Ήθελα να πω, πάντως, ότι είναι προς τιμήν όλων των γλωσσολογίων ότι η διαφορετική οπτική γωνία του καθενός και οι -καθόλου σπάνιες- μεταξύ τους διαφωνίες δεν έχουν δημιουργήσει ποτέ εντάσεις και προβλήματα. Γεγονός που έχω εκτιμήσει περισσότερο, αυτές τις μέρες.

Ανώνυμος είπε...

Αγαπητοί φίλοι,
Με αφορμή τα δύο τελευταία κείμενα και τη «συζήτηση» στο προτελευταίο ανάμεσα στον οικοδεσπότη και τον Σαραντάκο, θα καταχραστώ για τελευταία ελπίζω φορά το χώρο σας, για μια γενικότερη τοποθέτηση. Όπως έγραφα και στο μπλογκ του κ. Μωυσιάδη, δεν ξέρω αν έχει νόημα η παρέμβασή μου εδώ, αφού γεμίζω ήδη ολόκληρη σελίδα σε μια εφημερίδα, και αν για οποιονδήποτε λόγο μπορεί να δίνει αφορμή για παρανοήσεις, δεν έχει νόημα να την ξαναγράφω εδώ με άλλα λόγια. Θα ευχόμουν ωστόσο ο πάντοτε ευπρόσδεκτος σχολιασμός να μην εστιάζεται σε μία π.χ. περίπτωση ή παράδειγμα, όπως έγινε τώρα με τον "Κολοσσό tου Μαρουσιού" (ή και σε μισή! βλ. παρακάτω για το «ωραίοι ως Έλληνες»).

Γενικότερα, διάβασα, όχι για πρώτη φορά, ότι συζήτηση για τέτοια θέματα, φαινόμενα, τάσεις κτλ. (όπως η τάση εξαρχαϊσμού, για την οποία ο λόγος ο δικός μου και η αφορμή η δική σας τώρα) πρέπει να βασίζεται σε επιστημονικές έρευνες, κάτι που μόνο στο ύφος διαφοροποιείται από τον κατά των ειδικών φιλιππικό του Μπαμπινιώτη λ.χ. Αν όμως δεχτούμε όχι προς Θεού την ανάγκη για έρευνες και πάλι έρευνες αλλά ότι η συζήτηση πρέπει κάθε φορά να προϋποθέτει έρευνες, τότε αυτομάτως αποκλείετε/αποκλείεται κάθε συζήτηση –ή, εν προκειμένω, η αντίκρουση των εκτιμήσεών μου, όπως επιχειρείται τώρα, θα έπρεπε τότε κι αυτή να βασίζεται σε επιστημονικές έρευνες.

Επιστήμονας δεν είμαι, έρευνα δεν ισχυρίστηκα πως κάνω, παρατηρώ όμως και αποδελτιώνω –και δίνω κάθε φορά τα ελάχιστα παραδείγματα που μου επιτρέπει ο χώρος της εφημερίδας (ή που και έχει νόημα, στο κάτω κάτω). Ώσπου να γίνουν λοιπόν επιστημονικές έρευνες, μπορεί κάθε φορά κανείς, έστω από το πολυτιμότατό μας γκουγκλ, να βρίσκει άλλα τόσα και πολύ περισσότερα παραδείγματα, να δει π.χ. ότι η περίφημη γενική «της Ζωζούς» δεν είναι έγκλημα άπαξ. Αλλά τι και γιατί στο γκουγκλ; σάμπως δεν διαβάζουμε όλοι μας βιβλία, εφημερίδες, δεν ακούμε τηλεόραση; Τι στο καλό, σε άλλον κόσμο ζούμε, αναρωτιέμαι όταν λ.χ. ψάχνετε εξήγηση για το «Ωραίοι ως Έλληνες», σαν να μη βλέπουμε αρκετά χρόνια τώρα την απόλυτη σύγχυση και την απουσία λοιπόν διάκρισης ανάμεσα στο «ως» και το «σαν» (και ενώ, επιτέλους, έδινα αμέσως έπειτα παράδειγμα από την ίδια εκπομπή, με την οικοδέσποινα να λέει στον Αμερικανό πρέσβη πως «δεν είναι ωραίος ως Έλλην αλλά ως φιλέλλην»!).

Εν πάση περιπτώσει, αφιερώνω τρεις ολόκληρες επιφυλλίδες στο θέμα στην τάση της νεοκαθαρεύουσας, του νεολογιοτατισμού, του εξαρχαϊσμού ή όπως αλλιώς την πούμε, με αφορμή πρόσφατα το «λαμβάνω», σουμάρω πλήθος άλλες κατηγορίες (στις οποίες έχω εκτενώς αναφερθεί παλαιότερα, και επανειλημμένα), και τώρα ξαναλέω και ερωτώ, με βάση το υλικό π.χ. από τα «Νέα» και μόνο: η σχεδόν αποκλειστική χρήση τού «λαμβάνω» στη θέση τού «παίρνω» αλλά και πλήθος άλλων ρημάτων («δέχομαι» κτλ.), ο αποκλεισμός των ρημάτων «μπαίνω», «βγαίνω» (μόνο «εισέρχομαι» και «εξέρχομαι»), η απαγόρευση τού «σαν» κτλ., από μια μεγάλη και προοδευτική εφημερίδα, το τονίζω, αλλά και από πλήθος κείμενα, λογοτεχνικά (εύλογα εξαιρούμε τα επιστημονικά) κ.ά., έστω δηλαδή εκεί όπου γράφουν/δρουν διανοούμενοι και παρεμβαίνουν επαγγελματίες διορθωτές, ώς τον αδιαμεσολάβητο (και χωρίς γλωσσικές ανησυχίες δα) λόγο των τηλεαστέρων αλλά και του κοινού στα πρωινάδικα και τα μεσημεριανάδικα, ώς το «η νύφη εισέρχεται του ναού» της Τατιάνας, το «ανέσαινα» (υπερδιόρθωση αυτό, ναι) της Μενεγάκη και τα μύρια όσα του μικρού Μικρούτσικου (αυτός όμως έχει δηλωμένα γλωσσικές ανησυχίες, και παραδίδει μαθήματα: «όχι ο ψήφος, δεν είναι ελληνικά αυτά» [άποψη που τη διατύπωσε, με τα ίδια περίπου λόγια, και ο Μάκης μας], ή ρωτάει μια 20χρονη κοπέλα, ονόματι Άρτεμη, αν στο σπίτι της λέγαν «της Άρτεμης» ή «της Αρτέμιδος», εκείνη απαντάει «Άρτεμης», κι αυτός απτόητος λέει: «ας ακούσουμε την κριτική για την ερμηνεία της Άρτεμης, αν και εμένα ελληνικά μου ‘ρχεται σωστότερα Αρτέμιδος»), είναι λογιοτατισμός όλα αυτά ή δεν είναι;

Και βέβαια το «αυτό εγώ δεν μπορώ να το δεΚΤώ», του Μικρούτσικου, είναι σαφώς υπερδιόρθωση (και μάλιστα με λάθος), όπως επισημαίνετε για άλλα και εσείς, αλλά η υπερδιόρθωση, όρος υπέροχος του métier, έχει ή δεν έχει από πίσω της την τρομοκρατία έστω των κινδυνολόγων ή των «ειδικών», την αφομοίωση και εσωτερίκευση του απαξιωτικού λόγου των διαφόρων προφητών, κάποια εντέλει γενικότερη τάση; Πού ονομάζεται ή μπορεί να ονομαστεί πώς; Με άλλα λόγια, ο όρος «υπερδιόρθωση» ερμηνεύει και ονομάζει το εκάστοτε σφάλμα ή φαινόμενο. Αυτό που οδηγεί στην υπερδιόρθωση πώς ονομάζεται;

Βρέθηκα όμως με τις παρατηρήσεις αυτές δίδυμο, αγκαλιά, με τον Καλιόρη, εξίσου υπερβολικός κι εγώ, αλλά στο άλλο άκρο, να κινδυνολογούμε, λέει, και οι δυο!

Έχω αφιερώσει τις μισές μου γλωσσικές επιφυλλίδες να «προωθήσω» την ιστορικά και επιστημονικά τεκμηριωμένη θέση πως η γλώσσα δεν κινδυνεύει, και αφιερώνω (σπαταλάω πια) το μισό συχνά από τις υπόλοιπες μισές σε απελπιστικά σχοινοτενείς εισαγωγές και παρεκβάσεις πως παραταύτα, παρ’ όλα όσα δηλαδή εξαντλητικά αποδελτιώνω και παρατηρώ, και πάλι η γλώσσα δεν κινδυνεύει. Έχω βαρεθεί να γράφω και να ξαναγράφω, με τα ίδια ακριβώς ή με παραπλήσια λόγια, ότι η γλώσσα [α] θα τα ξεράσει και θα τα ξεπεράσει όλα αυτά, όπως ξέρασε τους μιστριώτηδες (άντε και τους ψυχαριστές –λέω «άντε», επειδή δεν τα θεωρώ ίδια φαινόμενα!), ή όπως ανάγκασε τους μπαμπινιώτηδες να μεταλλαχτούν από μάχιμοι καθαρευουσιάνοι και μαχητικοί αντιδημοτικιστές σε «δημοτικιστές». Ή πάλι [β] πως, κι αν ακόμα τα δεχτεί, και επιστρέψουν ή νεκραναστηθούν κάθε λογής αρχαϊσμοί, ή «εφευρεθούν» καινούριοι (σύνταξη ρημάτων όπως «αποποιούμαι» κτλ. με γενική) ή επικρατήσουν τα «υιοθετείτο» και ακόμα χειρότερα τα «αρνείτο», και πάλι δεν θα πάθει τίποτα η γλώσσα [όπως δεν έπαθε ή δε θα πάθει –από την αντίθετη τώρα πλευρά– με τη διαφαινόμενη έκλειψη των κλιτικών (προληπτικό ή επαναληπτικό αντικείμενο), κι ας φτάσουμε να λέμε ότι «ένα μωρό δάγκωσε σκυλί» και να εννοούμε πως «ΤΟ δάγκωσε σκυλί»].

Κι ωστόσο πιστεύω πως, με την ίδια λογική που διορθώνουμε τα λάθη, ορθογραφικά, γραμματικοσυντακτικά κ.ά., ώσπου να επικρατήσουν και να γίνουν τα αυριανά σωστά, όπως γνωρίζουμε και πιστεύουμε τουλάχιστον οι περισσότεροι εδώ μέσα, με την ίδια, λέω, λογική μπορούμε, αν όχι και οφείλουμε, να επισημαίνουμε, να κρίνουμε και να επικρίνουμε γενικότερα φαινόμενα, χωρίς να πρέπει να βρεθούμε ξάφνου ομόκλινοι με Γιανναράδες και Καλιόρηδες.

Διαφορετικά, τι; Ή πώς; Να παραπέμπω κάθε φορά σε όλα τα προηγούμενα γραψίματά μου και να δίνω κάθε φορά νενομισμένο όρκο, πως όχι δεν πιστεύω το ‘να ή τ’ άλλο κτλ.; (Θυμάμαι τώρα πως, όταν αναφερόμουν στην ιστορική ορθογραφία όπως την ακολουθούσε σχολαστικά ο Χατζιδάκις, τη μόνη φορά που δεν συνόδευα ψυχαναγκαστικά το όνομά του με το «ο πατέρας της γλωσσολογίας στην Ελλάδα», υπήρξε σχολιαστής εδώ που αντέδρασε ότι όμως ο Χατζιδάκις έχει προσφέρει τόσα και τόσα!) Εννοώ ότι, αν έστω μπορεί να κριθεί ένα μεμονωμένο παράδειγμα, δεν μπορεί σε γενικότερες κρίσεις να αγνοείται η γενικότερη στάση κάποιου, για τη δική μου, λέω τώρα εγώ, αυτή με ενδιαφέρει, αλλά και του Καλιόρη –για τον οποίο απορώ πώς ανασύρεται ξαφνικά και κρίνεται ξανά αποσπασματικά, μεμονωμένα, έξω από την ιστορία του και την ιστορία της εποχής, τη Μεγάλη Εκστρατεία για τη Σωτηρία της Γλώσσας, όπου σημαιοφόρος ήταν βέβαια ο Μπαμπινιώτης (δεν τον αναφέρω τυχαία εδώ τον Μπ., παρεμπιπτόντως: έχει να κάνει με την αποσπασματική, ανιστορική και αντιιστορική, άρα αντιεπιστημονική, θεώρηση προσώπων και πραγμάτων. Έχω ασχοληθεί και θα ξαναασχοληθώ εκτενέστερα με το συγκεκριμένο θέμα σε σχέση με τον συγκεκριμένο: εδώ το σημειώνω, επειδή συχνά παρατηρώ κατάπληκτος την ανάπτυξη ακραιφνώς αντιμπαμπινιωτικών θέσεων με παράλληλες εκδηλώσεις «στοργής» προς το πρόσωπο, σαν να απουσιάζει δηλαδή παντελώς η ιστορική προοπτική, «το ιστορικό πνεύμα» που λέει ο Κριαράς). (Κι άλλη παρένθεση, τώρα για τον Καλιόρη: εκτός από τον Σαραντάκο, παλαιότερα έχει ασχοληθεί μαζί του, ειδικά για το βιβλίο του με την «ευρύχωρη δημοτική», π.χ. ο Παντελής Μπουκάλας, τώρα στο «Ενδεχομένως», εκδ. Άγρα, σ. 393-397. Παραπέμπω σε βιβλίο, κάτι εύκολο δηλαδή να βρεθεί, αλλιώς το τι του ‘χει σούρει π.χ. ο μακαρίτης ο Φόρης, σε εφημερίδες και περιοδικά, ελπίζω να τα βρουν αρμόδιοι ερευνητές, να δουν δηλαδή ολοκληρωμένα το «φαινόμενο» στην εποχή του και στην άνθησή του, ιστορικά: την πάσα ελπίδα μου, εδώ, στον φοινικιστή!)

Έχω, με άλλα λόγια, και για να τελειώνω πια, την αίσθηση ότι συχνά η συζήτηση γίνεται «έτσι, για να γίνεται», το ίδιο και η (επιβεβλημένη) κριτική και πολεμική, κι αυτή, «έτσι, για να γίνεται»: είναι η περίπτωση της συζήτησης, όπως είπα, hominid και Σαραντάκου, με αφορμή τα δικά μου περί εξαρχαϊσμού, ή πιο παλιά και απελπιστικώς χαρακτηριστικά μια ατέρμονη συζήτηση στο «περιγλώσσιο», με αφορμή το «αίολος/έωλος», όπου μια τόση δα φράση μου ότι πανστρατιά συγγραφέων επί αιώνες παραδίδει τη γραφή «έωλος», φράση που έδειχνε, βεβαιότατα, τη χρήση, επικαλούνταν έτσι το κριτήριο της χρήσης, ερμηνευόταν με ακλόνητη βεβαιότητα (=ερμηνεύονταν οι «κρυφές προθέσεις» μου δηλαδή!) από κάποιον από τους οικοδεσπότες, αν δε γελιέμαι, σαν έμμεση πλην σαφής υποστήριξη της ετυμολογικής ορθότητας της γραφής «έωλος»!

Μακρηγόρησα, και ζητώ συγνώμη, και απάντησα σε «περσινά ξινά σταφύλια», πρώτα γιατί πάντοτε είχα το φόβο πως η «αποχή» μου από συζητήσεις που με αφορούν (και εξ ορισμού με τιμούν, ακόμα κι όταν είναι αρνητικές, και οπωσδήποτε λοιπόν και πάντοτε ευχαριστώ) μπορεί να θεωρηθεί π.χ. σνομπάρισμα, κι έπειτα γιατί ένιωσα την ανάγκη για μια γενικότερη τοποθέτηση, που αφορά τους όρους καθαυτούς μιας συζήτησης.

ΥΓ. Η εστίαση σε ορισμένα μόνο γλωσσικά φαινόμενα «δεν λέει όλη την αλήθεια», κατά το τελευταίο κείμενο, μόνο εάν κάποιος ισχυρίζεται ότι μελετά ακριβώς το γλωσσικό τοπίο συνολικά, σφαιρικά, ή αν συντάσσει π.χ. γραμματική. Δεν είναι η περίπτωσή μου. Παραταύτα, μεταξύ πολλών άλλων, έχω ασχοληθεί και με την «επιδεικτική αγγλομάθεια» ορισμένων ΜΜΕ, και με τον δανεισμό γενικότερα (με τον έτσι κι αλλιώς εξαντλητικά συζητημένο λεξιλογικό, αλλά και με τον παντελώς, θα έλεγα, ασχολίαστο συντακτικό). Προφανώς όμως εστιάζω στον νεολογιοτατισμό, ακριβώς γι’ αυτό το μικρό και μέγα «νέο-», αυτόν που σίγουρα δεν ενδημεί παρά στον κύκλο των λογίων, των γραφιάδων, των διορθωτών, απ’ όπου όμως τάχιστα πλέον, με έντυπα και τηλεόραση, περνάει ευρύτερα σαν πρότυπο, εξού και η διόρθωση και η υπερδιόρθωση κτλ. Ελάχιστο δείγμα; Σε δύο μόλις δεκαετίες, το πολύ, το «ως» έχει περάσει πλήρως και στον λαϊκό πλέον λόγο. Άγνωστο αν τελικά «παραμείνει» –οπότε, όπως είπα, και πάλι δεν θα σημαίνει τίποτα για την «υγεία» της γλώσσας: να επισημαίνουμε όμως και να ονοματίζουμε το φαινόμενο, αυτή είναι η δουλειά μας, αλλά κυρίως να το ερμηνεύουμε πλέον κοινωνικά.

Με χίλιες συγνώμες
Γιάννης Χάρης

Φοινικιστής είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
hominid είπε...

Κύριε Χάρη, ευχαριστώ για την απάντησή σας και τα όσα ενδιαφέροντα αυτή περιέχει. Επειδή η πίεση του χρόνου παραμένει μεγάλη και δεν έχω τη δυνατότητα να σχολιάσω ολοκληρωμένα, θα μου επιτρέψετε να το επιχειρήσω μία από τις επόμενες μέρες.

Ευχαριστώ και τους φίλους από το Περιγλώσσιο για τη συμμετοχή τους. Θα απαντήσω όσο γίνεται συντομότερα.

thas είπε...

Μικρή συνηγορία, για τον λογιοτατσιμό στα μίντια κλπ:

Ειδήσεις των οχτώ, Τετάρτη 24/01, στον Άλφα. O παρουσιαστής Παπαδόπουλος (στη θέση, αλλά όπως φαίνεται και στο ύφος Χατζηνικολάου) προς τον Γ.Γραμματέα του Υπουργείου, Καραμάνο: «Κύριε Καραμάνο, αν ενθυμούμεθα καλώς (μιλάει για τον εαυτό του), η κατάθεση του νομοσχεδίου θα εγένετο την χ περίοδο».

[Αυτό το ενθυμούμεθα μου θύμισε τη Δεβόρα: Κύριους Ζάχους (εν)θυμούσαστε που ήρτε χτες κύριους Δημούτρης;]

Φοινικιστής είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
hominid είπε...

Κύριε Χάρη, αφού σας ευχαριστήσω ξανά για το σχόλιό σας και σας ζητήσω συγγνώμη για την καθυστέρηση με την οποία απαντώ, θα προσπαθήσω –αν και με κάπως ακατάστατο τρόπο, φοβάμαι- να σχολιάσω ορισμένα σημεία του κειμένου σας:

- Σε κανένα από τα δύο σημειώματα δεν ισχυρίζομαι ότι οι δικές μου θέσεις βασίζονται σε επιστημονικές έρευνες, ενώ οι δικές σας όχι. Ισχύει ό,τι γράφει στο σχόλιό του ο Φοινικιστής. Δεν σας καταλογίζω, επίσης, κανενός είδους γνωστική ανεπάρκεια για τα γλωσσικά ζητήματα που αναλύετε. Πιο πάνω, σας συγκαταλέγω στους «σοβαρούς σχολιαστές» αυτών των ζητημάτων.

- Έχετε δίκιο ότι, την περασμένη φορά, ο σχολιασμός εστιάστηκε –ατυχώς- σε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα. Θα μου επιτρέψετε, απλώς, να παρατηρήσω ότι αυτό συνέβη κατά τη συζήτηση που ακολούθησε και όχι στο αρχικό σημείωμα. Αν θεωρείτε, επίσης, ότι δεν μετέφερα ολοκληρωμένα ή με ακρίβεια ορισμένα από τα παραδείγματά σας (όπως το «ωραίος ως Έλλην» και «ωραίος ως φιλέλλην» - για το οποίο, απλώς, διατηρώ κάποιες αμφιβολίες για τον τρόπο που το εννοούσε η παρουσιάστρια) σάς ζητώ συγγνώμη.

- Τον Καλιόρη τον ανέσυρα επειδή, ακριβώς, τα 20-25 χρόνια που έχουν περάσει μας επιτρέπουν ορισμένες διαπιστώσεις σε σχέση με παλιότερες εκτιμήσεις του. Την ιστορία τη δική του και της εποχής δεν τη γνωρίζω από πρώτο χέρι, αλλά για τις απόψεις που διατυπώνει στα βιβλία του μπορώ να πω ότι παρουσιάζουν αρκετό ενδιαφέρον - άσχετα αν πολλές από αυτές δεν με βρίσκουν σύμφωνο. Μάλλον, λοιπόν, η γνώμη μου γι’ αυτόν είναι θετικότερη από τη δική σας. Δεν βλέπω, επίσης, πού ακριβώς κολλάει ο Γιανναράς ("Γιανναράδες και Καλιόρηδες"), αφού δεν πρόκειται για κάποιον που έχει ασχοληθεί συστηματικά με ζητήματα της ελληνικής γλώσσας.

- Νομίζω ότι ήμουν συγκεκριμένος όσον αφορά τις αντιστοιχίες που θεωρώ ότι παρουσιάζει η κριτική σας με αυτήν του Καλιόρη. Ανεξάρτητα, όμως, από τους όποιους παραλληλισμούς, κάποια υπερβολή στις δικές σας διαπιστώσεις θεωρώ ότι είναι, έτσι κι αλλιώς, ευδιάκριτη. Υποστηρίζετε π.χ. ότι «με βάση το υλικό από τα Νέα και μόνο» αποδεικνύονται φαινόμενα όπως «η σχεδόν αποκλειστική χρήση του λαμβάνω στη θέση του παίρνω» ή «ο αποκλεισμός των ρημάτων μπαίνω και βγαίνω» και η αντικατάστασή τους από τα εισέρχομαι και εξέρχομαι. Από μία απλή αναζήτηση στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας, προκύπτει ότι στα τεύχη του τελευταίου έτους: το παίρνει απαντάται 1170 φορές έναντι 303 τού λαμβάνει, το μπαίνει 617 φορές έναντι 79 τού εισέρχεται και το βγαίνει 642 φορές έναντι 14, μόλις, τού εξέρχεται. Δεν είναι αυτό ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα υπερβολής; Όταν, επίσης, η υπερβολή συνοδεύεται από φορτισμένες διατυπώσεις όπως «βίαιος εξαρχαϊσμός των πάντων» και περίπου «γλωσσικός βιασμός» (τα παρασκευάσματα του οποίου "κληροδοτούνται στις νεότερες γενιές"), δεν προσλαμβάνει μία σαφή κινδυνολογική απόχρωση;

- Όπως έχω ήδη γράψει, ορισμένες από τις περιπτώσεις (η κατάληξη π.χ. του παρατατικού –είτο) στις οποίες αναφέρεστε, παρατηρούνταν και παλιότερα, οπότε δεν μπορούν να χρησιμεύσουν σαν παραδείγματα σύγχρονου εξαρχαϊσμού. Από την άλλη, έχουν σημειωθεί τα τελευταία 10-15 χρόνια ορισμένες εξελίξεις προς την αντίθετη, ακριβώς, κατεύθυνση. Συζητούσαμε π.χ. σε άλλο ιστολόγιο για τον τύπο εγκαταλειμμένος (αντί εγκαταλελειμμένος), που πλέον δεν ξενίζει και χρησιμοποιείται εκτεταμένα. Παρατηρείται και σε άλλες τέτοιες μετοχές το ίδιο φαινόμενο, οπότε εδώ έχουμε μία σαφή τάση «απαρχαϊσμού». Δεν ξενίζουν τόσο, πλέον, ούτε οι καταλήξεις του παρατατικού –ούμουν, ούσουν, ούταν κτλ. (προσωπικά, όπως πολλοί άλλοι, τις χρησιμοποιώ) και η αφομοίωσή τους φαίνεται πολύ πιθανή στο μέλλον. Η γενική των τριτόκλιτων θηλυκών σε –εως χρησιμοποιείται πολύ σπανιότερα σήμερα απ’ ό,τι πριν από μία-δύο δεκαετίες, ενώ πλέον λέμε χωρίς πρόβλημα «οδηγίες χρήσης», «μέτρα πρόληψης» κτλ. Ολοένα και λιγότερο, επίσης, συναντάμε τύπους της καθαρεύουσας ανθεκτικούς, άλλοτε, σε συμφράσεις όπως «αθλία κατάσταση», «υψηλής ποιότητος» κτλ. Τέτοιες –πρόσφατες, επαναλαμβάνω- εξελίξεις οφείλονται σε ισχυρές τάσεις ομαλοποίησης, που δεν φαίνεται να συναντούν σοβαρά εμπόδια από τις όποιες αρχαϊστικές τάσεις. Ας εξετάσουμε, επομένως, περιπτώσεις όπως το «αφορώ σε» ή την επέκταση της χρήσης τού ως, χωρίς να παραγνωρίζουμε περιπτώσεις όπως οι παραπάνω.

- Τις προάλλες, έγραφα ότι όσοι υποπίπτουν σε υπερδιορθώσεις (όπως την εσφαλμένη σύνταξη κάποιων ρημάτων με γενική), θα τις απέφευγαν σίγουρα αν γνώριζαν ότι πρόκειται για λάθη. Και το ερώτημα είναι αν, εκτός από το να επισημαίνονται τέτοιες περιπτώσεις ως εκδηλώσεις λογιοτατισμού, θα ήταν σκόπιμο να υπάρξει και κάποια «ενημέρωση» των εμπλεκομένων. Ας μάθει πρώτα π.χ. η κ. Στεφανίδου γιατί μόνο το εξέρχομαι (και όχι το εισέρχομαι) συντάσσεται με γενική και μετά ας πει ό,τι θέλει (και ας κριθεί ανάλογα). Το θέμα είναι, ακριβώς, να γνωρίζει κάποιος ό,τι χρειάζεται για να έχει τη δυνατότητα επιλογών κατά τη γλωσσική χρήση. (Να συμπληρώσω, πάντως, ότι δεν σπανίζουν και οι εσκεμμένες υπερδιορθώσεις. Έτσι, η γενική «της Γωγούς Μαστροκώστα», σε κουτσομπολίστικες στήλες, μπορεί κάλλιστα να είναι ειρωνική.)

- Επειδή εγώ ήμουν που είχα σχολιάσει το άρθρο σας για τις ορθογραφήσεις του Γ. Χατζιδάκι, να υπενθυμίσω ότι οι παρατηρήσεις μου είχαν να κάνουν με το ότι δεν είχατε δώσει ολοκληρωμένη εικόνα της εργασίας του στο συγκεκριμένο πεδίο, και όχι γενικότερα. Δεν είπα ότι κακώς δεν είχατε επισημάνει ότι ο Χατζιδάκις «έχει προσφέρει τόσα και τόσα», αλλά ότι δεν είχατε αναφερθεί σε άλλες, καθιερωμένες ορθογραφήσεις του (π.χ. καλύτερος αντί καλλίτερος, παλιός αντί παληός, είναι αντί ήναι κτλ.) και, κυρίως, στο βασικό γεγονός ότι από εκείνον ξεκίνησε η επιστημονική ορθογράφηση της Νέας Ελληνικής. Συμφωνώ, βέβαια, και με τα όσα γράφει παραπάνω ο Φοινικιστής.

Τελειώνοντας, αν θελήσετε να απαντήσετε σε κάτι, μπορείτε να το κάνετε χωρίς να υπάρξει άλλο σχόλιο από μέρους μου. Δεν είναι στις προθέσεις μου να σας εξαναγκάσω σε έναν μακρύ διάλογο. Σας ευχαριστώ και πάλι για τον χρόνο και την πολύτιμη συμμετοχή σας.

(Ευχαριστώ και τον thas για τη συμμετοχή του. Θα απαντήσω στα υπόλοιπα σχόλια μέσα στο Σαββατοκύριακο).

Ανώνυμος είπε...

Είχα ετοιμάσει δύο σημεία για τον φοινικιστή, με αφορμή το σχόλιό του της 21/1. Μπαίνοντας σήμερα είδα όσα γράφτηκαν στο μεταξύ, και ιδιαίτερα το σχόλιο-απάντηση του hominid, που τον ευχαριστώ, αλλά θα μου δώσει, ελπίζω, μερικές μέρες περιθώριο για να σημειώσω ορισμένα πραγματάκια. Ώς τότε, θα υπογραμμίσω την καίρια παρατήρηση του φοινικιστή της 26/1, που τη θεωρώ κλειδί για την ανάγνωση πολλών από όσα γράφονται και εδώ, και οπωσδήποτε αυτών που… γράφω εγώ. Όμως, ιδού τα δύο σημεία-σχόλια για το παλαιότερό του:

1. Δεν θα χαρακτήριζα επ’ ουδενί ότι τα «επόμενα, προηγούμενα» κτλ. εκφράζουν «αντίθετες τάσεις». Η επαναφορά αρχαϊκών τύπων αποτελεί σαφή, πιστεύω, τάση, όποια έκταση ή σημασία κι αν έχει, που καλλιεργείται αρχικά σε κύκλους διανοουμένων κ.τ.τ. (χωρίς βεβαίως κι εδώ να μπορεί να προδικάσει κανείς την αποδοχή ή την όποια της διάρκεια). Αντίθετα, τύποι όπως «επόμενα» και «προηγούμενα» αποτελούν ΤΑΣΗ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ [συγνώμη, δεν κατόρθωσα να ανακαλύψω εδώ τα πλάγια, μαύρα κτλ. στοιχεία], τάση που ακολουθεί θεμελιώδεις γλωσσικούς νόμους, ως γνωστόν, την αναλογία και την έλξη. Εντελώς διαφορετικά φαινόμενα, δηλαδή, και από καθαυτό γλωσσολογική και από κοινωνιολογική σκοπιά. Εδώ επιτρέψτε μου να εκφράσω ένα φόβο, όχι για την επικράτηση των όποιων λόγιων τύπων, αλλά για την υφέρπουσα, κατά τη γνώμη μου, λογική των ίσων αποστάσεων και της «ουδέτερης» επιστήμης –κίνδυνο για τον οποίο θα σας μιλήσει βεβαίως ειδικός, ο Τάσος ο Χριστίδης, μέσα από την τελευταία δημόσια εμφάνισή του για τις «Χρήσεις της γλώσσας» [όπως παρέπεμπα στις «ανορθογραφίες»]. Και

2. ναι, ο Μπαμπινιώτης είναι αυτός που είναι, αυτός που έχει έγκαιρα και συνολικά κριθεί και επικριθεί από μεγάλο –για να μην πω το μεγαλύτερο– μέρος της επιστημονικής κοινότητας, και ειδικότερα π.χ. από τους «Θεσσαλονικείς». Η όλη βιβλιογραφία θα σας είναι οπωσδήποτε γνωστή, αλλά προφανώς δεν σας βρίσκει σύμφωνους (ο πληθυντικός αναφέρεται σε πολλά από τα συγγενή ιστολόγια). Αυτές όμως οι ριζικές ή επιμέρους διαφωνίες δε γίνεται να συζητηθούν εδώ –και πάντως όχι μ’ εμένα, ένα αλλά κατευθείαν με τους ειδικούς, φιλολόγους και γλωσσολόγους, δηλαδή με τον Κριαρά και με τον Μαρωνίτη και με τον Βελούδη, με τα κείμενα δυστυχώς πια μόνο του Φόρη και του Χριστίδη, για να περιοριστώ ενδεικτικά σε όσους ασχολήθηκαν συστηματικότερα με το καθαυτό έργο αλλά και με την πολιτεία του εν λόγω επιστήμονα. Για την πολιτεία όμως, δηλαδή τη δημόσια στάση, το ήθος του, εκεί μπορεί δα να μιλήσει ο καθένας, ειδικός ξεειδικός, σαν πολίτης απλώς αυτής της χώρας, αν μάλιστα έτυχε να παρακολουθήσει από νωρίς την πορεία του. Έτσι, ενδεικτικά και πάλι, επιτρέψτε μου να παραπέμψω σε ένα μόνο, παλαιότερο κείμενό μου στα Νέα, με τίτλο «Ο Σεφέρης, η Ιστορία και ο κ. Μπαμπινιώτης» [http://ta-nea.dolnet.gr/print_article.php?e=A&f=16712&m=R36&aa=1].

(Απροπό, το αν γεμίζει κάποιος αμφιθέατρα δεν αποτελεί δείκτη καθαυτόν: τα αντιπαραδείγματα θα ήταν άπειρα και σκανδαλιστικά, ας τα αποφύγω τώρα, λέω πάντως πρόχειρα ότι πάντοτε μπορεί κάποιος, μεγάλος ή μικρός αδιάφορο, να γεμίζει και στάδια ολόκληρα, να συναγείρει αλλού έθνη, όταν ανταποκρίνεται σε γενικότερα αιτήματα μιας εποχής, ή/και όταν καλλιεργεί και συντηρεί κυρίαρχες ιδεολογίες και στερεότυπα, όπως εν προκειμένω για τη γλώσσα.)

Φιλικά, οπωσδήποτε
Γιάννης Χάρης

Φοινικιστής είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
hominid είπε...

Τέττιξ, συγγνώμη για την καθυστέρηση. ;)

Ένα βασικό σημείο στο οποίο συμφωνούμε, νομίζω, όλοι οι συμμετέχοντες στη συζήτηση είναι ότι τα περί εξαρτήσεως της Νέας από την Αρχαία Ελληνική δεν ευσταθούν επιστημονικά. Για το ότι, όμως, τα λογιότερα στοιχεία της ΝΕ διδάσκονται στο μάθημα των αρχαίων ελληνικών και όχι των νέων, φταίει και η όχι αρκούντως «ευρύχωρη» γραμματική, που λέγαμε. Επειδή η δική μου εκτίμηση είναι ότι αρκετά από αυτά τα στοιχεία ούτε πρόκειται να αφομοιωθούν πλήρως, αλλά ούτε και να εκλείψουν σύντομα από τη γλωσσική χρήση (από ορισμένα επίπεδά της, τουλάχιστον), θεωρώ ότι οι μαθητές θα πρέπει -με κάποιον τρόπο, σε κάποιο σημείο της φοίτησής τους στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση- να μαθαίνουν να τα χειρίζονται επαρκώς, ώστε να μην αντιμετωπίζουν προβλήματα αργότερα.

Έχω σοβαρές αμφιβολίες για το αν η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών (εννοώ, όπως τη γνωρίζουμε) έχει κάποια άξια λόγου γλωσσική επίδραση στους μαθητές. Αν έχεις συναντήσει συγκεκριμένες περιπτώσεις που συνηγορούν σε κάτι τέτοιο, ίσως θα βοηθούσε να αναφέρεις μερικές. Το υψηλό γόητρο, πάντως, της αρχαίας γλώσσας και οι ιδεολογικές ανάγκες που αδιαμφισβήτητα εξυπηρετεί, δεν είναι απαραίτητο να οδηγούν σε κάποια πιο «χειροπιαστά» αποτελέσματα. Η δική μου εντύπωση είναι ότι, με εξαίρεση τους λεγόμενους τριτοδεσμίτες, οι υπόλοιποι μαθητές είτε διδάσκονται, είτε δεν διδάσκονται αρχαία ελληνικά...

Συμφωνώ με όσα γράφεις για τη γραμματική Τριανταφυλλίδη. Ευχαριστώ και πάλι για τα ενδιαφέροντα σχόλιά σου.

(Ευχαριστώ και τον κ. Χάρη και τον Φοινικιστή για τη συνεχιζόμενη συμμετοχή τους στη συζήτηση. Θα σχολιάσω ορισμένα από τα γραφόμενα του δεύτερου μόλις βρω τον χρόνο.)

hominid είπε...

Ο Φοινικιστής είπε:

> Χωρίς αυτό που θα γράψω να είναι πλήρως απαλλαγμένο από την υποκειμενικότητα, τείνω στην άποψη ότι σήμερα οι εξαρχαϊστικές τάσεις είναι πιο έντονες, σε αντίθεση π.χ. με τις αρχές της δεκαετίας του '80.

Δεν αποκλείεται να συμβαίνει αυτό, αλλά το ότι -πιθανώς- είναι "πιο έντονες" σήμερα δεν σημαίνει και ότι κυριαρχούν στο γλωσσικό τοπίο, ή ότι μπορούν να παραγάγουν αξιοσημείωτα αποτελέσματα. Τους λόγους για τους οποίους θεωρώ ότι το κεφάλαιο "αρχαϊσμός" έχει, ουσιαστικά, κλείσει για την ελληνική γλώσσα τους εκθέτω αναλυτικά παραπάνω.

> Ωστόσο, η περίπτωση των προηγουμένως / προηγούμενα και επομένως / επόμενα είναι η ίδια με του ειλικρινώς / ειλικρινά ή ακόμη και του αμέσως / άμεσα; Έχω την εντύπωση πως όχι, δηλ. νομίζω ότι σήμερα τα προηγούμενα και επόμενα ως επιρρήματα δεν λέγονται τόσο «αυθόρμητα», όπως το απλά με τη σημασία «μόνο». Αλλά για το θέμα αυτό θα με ενδιέφερε και η γνώμη του hominid.

Ε, συμφωνώ. Ειδικά το "επόμενα" αντί του "επομένως" μου φαίνεται τελείως τεχνητό. Από εκεί και πέρα, αρκετά από τα παραδείγματα που έφερνε ο Καλιόρης αντέχουν και σήμερα: ευχαρίστως-ευχάριστα, ακριβώς-ακριβά, τελείως-τέλεια, περιέργως-περίεργα, αδιακρίτως-αδιάκριτα κ.α. Εξακολουθεί να υπάρχει σημασιολογική διαφοροποίηση, δηλαδή. Αλλά ούτε το "άμεσα", βέβαια, έχει αντικαταστήσει τελείως το "αμέσως": λέει κανείς, "μισό λεπτό, έρχομαι άμεσα";

Για την παλιότερη παρατήρησή μου, τέλος, ότι "δεν αποκλείεται να είναι αμφίβολης επιστημονικής εγκυρότητας και θέσεις αντι-ελληνοκεντρικές", να υπενθυμίσω και το παράδειγμα που είχα φέρει (αφού σχετίζεται, κάπως, με την παρούσα συζήτηση): η καθαρεύουσα εξακολουθεί να αναφέρεται, επισήμως, ως ένα ιδίωμα που κατασκευάστηκε στις αρχές του 19ου αιώνα, παρότι σχετίζεται -οφθαλμοφανώς- με μορφές της γραπτής ελληνικής που κυκλοφορούσαν καιρό νωρίτερα. Για μένα, σαφώς υπάρχει ζήτημα επιστημονικής εγκυρότητας εδώ, το οποίο, μάλιστα, δεν βλέπω να τίθεται καν σήμερα (ενώ, παλιότερα, άνθρωποι όπως π.χ. ο Βερναρδάκης το έθεταν.) Δεν θα επεκταθώ περισσότερο - θα ξαναπιάσω το θέμα αναλυτικότερα κάποια στιγμή.

Ευχαριστώ τον Φοινικιστή για τις ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις του.

Ανώνυμος είπε...

Για τα ζεύγη επιρρημάτων.

Σε μερικά η σημασιολογική διαφοροποίηση υπάρχει πάντα (π.χ. ευχαρίστως-ευχάριστα).

Ειδικά στο απλώς-απλά τα γραφόμενα από τον Καλιόρη και άλλους δεν ισχύουν πλέον, αφού το απλά χρησιμοποιείται κατά κόρον και με τη σημασία «μόνο».

Θα είχε ενδιαφέρον να γινόταν μια έρευνα με σκοπό να διαπιστωθεί η έκταση του «λάθους» σε άλλα ζεύγη, όπως αδιακρίτως-αδιάκριτα.

Πάντως, σε διάφορα κείμενα, όπως του Κ., κακώς συνεξετάζονται αυτά τα ζεύγη χωρίς να γίνεται λόγος για την πραγματική χρήση. Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι σε μερικά ζεύγη δεν παρατηρείται καν λάθος ή απόκλιση από τη νόρμα. Δεν είναι όλες οι περιπτώσεις ίδιες.

Φοινικιστής

Γιάννης Χάρης είπε...

Είχα υποσχεθεί μια απάντηση στον hominid, προστέθηκαν και τα σχόλια του φοινικιστή, πέρασε πια καιρός, καθυστέρησα πολύ, λυπάμαι, και μοιάζει πια σαν να ανακατώνουμε την ίδια σούπα, κρύα-πάγος πια. Στρώθηκα να ανακεφαλαιώσω στο θέμα του εξαρχαϊσμού και πρόκυψε κείμενο τεράστιο, κι όχι πια σχόλιο, που θα καπέλωνε δηλαδή, έστω και μόνο με τον όγκο του, τη συζήτηση στο χώρο αυτόν. Έτσι το δημοσιεύω στο μπλογκ μου (http://yannisharis.blogspot.com/2007/02/blog-post_24.html), και περιορίζομαι εδώ σε δυο σημειώσεις στο σχόλιο του φοινικιστή της 28/1 αναφορικά με τον Μπαμπινιώτη:

Είχα αναφερθεί στη συνολική (απορριπτική, ως γνωστόν) κριτική που έχει ασκηθεί στο έργο του Μπ., ειδικότερα από τους «Θεσσαλονικείς». Ακόμα κι αν δεν βρίσκετε πειστική την απάντηση του Χριστίδη για τη θέση της γενικής -εως στη Γραμματική Μπ. (σεβαστό οπωσδήποτε, αλλά εγώ τη βρίσκω), δεν νομίζω πως είναι δυνατόν να σταθεί κανείς σε ένα και μόνο σημείο από τα πολλά που αφορούσαν και πάλι ένα και μόνο από τα πολλά έργα του Μπ.

Για τα αμφιθέατρα που γέμιζε ο Μπ. έχω ήδη πει την άποψή μου, χωρίς πάντως να παραγνωρίζω ποτέ το εντυπωσιακό επικοινωνιακό χάρισμα που διαθέτει και τη ρητορική του δεινότητα. Τώρα το όντως θετικό ότι μερικές χιλιάδες φοιτητές που πέρασαν απ’ τα χέρια του διάβασαν θεωρητική γλωσσολογία και Σωσσύρ θα είχε λόγο να επισημανθεί (= εύσημο και έπαινος δηλαδή) μόνο αν κάναμε υποθέσεις ή θεωρούσαμε δεδομένο πως κάποιος άλλος στη θέση του δε θα δίδασκε θεωρητική γλωσσολογία και Σωσσύρ –για να μην πω ότι φοιτητές του γλωσσολογικού δε θα περίμεναν δα τον όποιο καθηγητή τους για να ανακαλύψουν τον Σωσσύρ.

Φοινικιστής είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
Φοινικιστής είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
hominid είπε...

Να πω, επάνω σε αυτό, ότι μετά την οριστική εγκατάλειψη της καθαρεύουσας στα μέσα της δεκαετίας του '70, φαίνεται ότι ανέκυψε το εξής ζήτημα: η δημοτική θα έπρεπε, πλέον, να εκφράζει και το "επίσημο". Ενώ, δηλαδή, το επίσημο ύφος στα ελληνικά ήταν επί αιώνες συνυφασμένο με υψηλές (θεωρούμενες), αρχαϊζουσες γλωσσικές ποικιλίες, δημιουργήθηκε από τότε η ανάγκη να διαφοροποιείται από το ανεπίσημο στους κόλπους της δημοτικής - ως δικό της, πλέον, επίπεδο λόγου. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι ένα σημείο-κλειδί για την κατανόηση και προσέγγιση ζητημάτων όπως αυτό που συζητάμε (και άλλων συναφών και σημαντικών).