Τρίτη, Οκτωβρίου 10, 2006

Παιχνίδια με την Πάπισσα - Μέρος Β΄

(Μάλλον θα χρειαστεί να ανατρέξετε και στο πρώτο μέρος, όπως και σε αυτό το άρθρο του Ν. Σαραντάκου).

Αν και ούτε το Βερολίνο είναι αρχαία πόλη, ούτε παραδίδεται από κάπου ότι ο Σιμωνίδης ο Κείος καταγινόταν, εκτός από την ποίηση, και με την πλαστογράφηση χειρογράφων, πιθανόν αυτόν να σκεφτεί πρώτα όποιος διαβάσει ότι «ο Σιμωνίδης ηπάτησε τους Βερολινείους». Ο Ροΐδης, βέβαια, αναφέρεται σε σύγχρονό του και γνωστό στην τότε ελληνική κοινωνία πρόσωπο, γι’ αυτό δεν δίνει περισσότερες πληροφορίες. 140 χρόνια, όμως, μετά την πρώτη έκδοση της Πάπισσας, ένα σκέτο «Σιμωνίδης» μάλλον δεν αρκεί.

Νομίζω ότι κάποιες επεξηγηματικές υποσημειώσεις είναι πλέον απαραίτητες, είτε σε εκδόσεις του πρωτότυπου μόνο κειμένου, είτε σε μεταγλωττίσεις τύπου Καλοκύρη. Στις τελευταίες, θα μπορούσε να λειτουργήσει σαφηνιστικά και το μεταφρασμένο κείμενο (εδώ, για παράδειγμα, η συμπαράθεση του μικρού ονόματος του πλαστογράφου θα βοηθούσε στην αποφυγή παρανοήσεων). Ο Σαραντάκος επισημαίνει και την περίπτωση του «Εριγενούς Σκώτου», τον οποίο όλοι σήμερα γνωρίζουν ως Ιωάννη Σκώτο Εριγένη, ενώ παρατηρεί σωστά ότι ο «άγιος Γουτλάκος» (Saint Guthlac) πέθανε από φυσικά αίτια και όχι κατόπιν μαρτυρίου, όπως εικάζει ο Καλοκύρης. Προφανώς, ο τελευταίος παρανόησε το «οσίως τελευτήσας» του Ροΐδη, ο οποίος απλώς ειρωνεύεται τον αναχωρητή που αγίασε περνώντας όλη του τη ζωή μέσα σε έναν λάκκο.

Ας δούμε πώς θα μπορούσε να περάσει το ύφος αυτού του χωρίου σε μία μεταγλώττιση. Είχαμε προτείνει:

Άνθρωπος ευλαβής αυτός, αντάλλαξε τη νέα με ένα δόντι του αγίου Γουτλάκου (ο οποίος έζησε και πέθανε αγιότατα μέσα σε κάποιον λάκκο της Μερκίας).

Ίσως ο αναγνώστης να μην κατάφερνε να διακρίνει ειρωνεία στο επιτατικό αγιότατα, όπως ο Καλοκύρης δεν διέκρινε την ειρωνεία τού οσίως. Μία άλλη λύση θα ήταν η ίδια η καθαρεύουσα του αποσπάσματος!

Άνθρωπος ευλαβής αυτός, αντάλλαξε τη νέα με ένα δόντι του αγίου Γουτλάκου (του ζήσαντος και οσίως τελευτήσαντος μέσα σε κάποιον λάκκο της Μερκίας).

Ενώ στο πρωτότυπο, η ειρωνική χρήση δύο λέξεων θρησκευτικής χροιάς (οσίως, τελευτώ) «συσκοτίζεται» από τον γενικότερο αρχαϊσμό, εδώ η καθαρεύουσα ξεκαθαρίζει τα πράγματα: μέσα σε ένα σύγχρονο γλωσσικά κείμενο, η παρουσία της δεν μπορεί παρά να δηλώνει ειρωνεία, παραπέμποντας ευθέως στο εκκλησιαστικό ιδίωμα. Αν ως μεταγλώττιση εννοούμε την απόδοση ενός παλιότερου κειμένου με σύγχρονα λογοτεχνικά μέσα, δεν υπάρχει λόγος να αποκλείσουμε ακόμα και τη χρήση αρχαΐζουσας γλώσσας σε ορισμένες τέτοιες περιπτώσεις. Ένας σημερινός, άραγε, συγγραφέας δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει καθαρεύουσα απομιμούμενος (ειρωνικά ή μη) την επίσημη γλώσσα της Εκκλησίας;

Φαίνεται ότι έχει δημιουργηθεί κάποια σύγχυση μεταξύ των εννοιών μεταγλώττιση και εκλαΐκευση. Μεταγλωττίζω δεν σημαίνει απαραίτητα ότι κάνω πενηνταράκια ένα παλιότερο λογοτεχνικό έργο, ώστε να γίνει προσιτό σε αναγνώστες που θεωρούνται «ανεπαρκείς» – είτε λόγω ηλικίας, είτε λόγω μόρφωσης. Ο αναγνώστης στον οποίο απευθύνεται ο Ροΐδης είναι σαφώς ο ενήλικος μορφωμένος Έλληνας της εποχής του (και μιλάμε για μία εποχή που ο περισσότερος κόσμος δεν μπορούσε να διαβάσει καν- όχι να διαβάσει καθαρεύουσα). Σε αντίστοιχο τύπο αναγνώστη θα έπρεπε να απευθύνονται και οι επίδοξοι μεταφραστές του. Θεωρώ, μάλιστα, ότι επιτυχημένη θα ήταν μία μεταγλώττιση που θα άρεσε, πρώτα απ' όλα, σε κάποιους που είναι σε θέση να διαβάσουν και το πρωτότυπο κείμενο.

Είναι, πάντως, πολύ νωρίς (τριάντα, μόλις, χρόνια μετά την κατάργηση της καθαρεύουσας) για να μιλάμε για ενδογλωσσικές μεταφράσεις από την καθαρεύουσα στα νέα ελληνικά, με τον ίδιο τρόπο που μιλάμε για ενδογλωσσικές μεταφράσεις από τα αρχαία. Τέτοιου είδους εγχειρήματα θα έπρεπε να διέπονται, στην παρούσα φάση, μάλλον από πνεύμα γλωσσικού και υφολογικού πειραματισμού. Έχει ενδιαφέρον π.χ. η προσπάθεια απόδοσης στα νέα ελληνικά κάποιων λογοπαιγνίων της καθαρεύουσας. Ορισμένα απ' αυτά ίσως δεν μπορούν να αποδοθούν καθόλου στη ΝΕ. Το παρατηρεί ο Σαραντάκος, με αφορμή το λογοπαίγνιο του Ροΐδη με τον δεσπότη και τον καλόγηρο. Από την άλλη, για το «εξέπεσεν» (=«ξέπεσε», αλλά και «έπεσε από…») της ίδιας πρότασης, θα αποτελούσε ίσως λύση το ουσιαστικό πτώση, που μπορεί να ερμηνευθεί τόσο κυριολεκτικά, όσο και μεταφορικά στα νέα ελληνικά.

Έχει «ψωμί» το ζήτημα και θα μας απασχολήσει και σε επόμενα σημείωματα.

4 σχόλια:

thas είπε...

Νομίζω ότι το εγχείρημα του Καλοκύρη δεν στόχευε στο να κάνει πενηνταράκια το πρωτότυπο(δεν λέω ότι υποστήριξες κάτι τέτοιο). Ούτε πιστεύω πως κίνητρό του ήταν ακριβώς να γνωρίσει η νέα γενιά τους θησαυρούς του παρελθόντος, κατά τον τρόπο τουλάχιστον που το διαλαλεί ο εκδότης του Κάκτου για την περίφημη σειρά του. Νομίζω πως είδε στο κείμενο την πρόκληση της μεταγλώττισης, τον ερέθισε δημιουργικά η αντίδραση που υπέθεσε ότι θα υπάρξει. Είδε τη μετάφραση ως κομμάτι της λογοτεχνικής πράξης, μια συνομιλία με το πρωτότυπο. Και όπως έδειξε αναλυτικά ο Μαραγκόπουλος στο Διαβάζω, οι λογοτεχνικές τεχνικές που συνιστούν το λεγόμενο ροΐδιο ύφος μπορούν να αποδοθούν στη μεταγλώττιση.
Βέβαια ο Κούρτοβικ έκανε κάποιες καίριες παρατηρήσεις σε ό,τι αφορά τη λοξή χρήση της καθαρεύουσας από τον Ροΐδη, συστατικό στοιχείο του πρωτοτύπου που ομολογουμένως δύσκολα μεταφέρεται στο σύνολό του. Αλλά νομίζω ότι θεωρείται δεδομένο πως κάτι θα χαθεί στη μετάφραση. Πάντα κάτι θα χαθεί.

Η ανάγνωση του κειμένου του Καλοκύρη με ευχαρίστησε πραγματικά. Μιλάω για τη συνολική αίσθηση που πήρα- η ευγένεια που υπάρχει στην προσέγγιση, η αγάπη που κατέθεσε ο μεταφραστής. Δεν βρήκα τίποτα φτηνό. Ο λόγος έρεε με φυσικότητα και χάρη.
Η έκδοση όμως του βιβλίου δεν ήταν ικανοποιητική. Υπήρχε κάτι πρόχειρο και ανολοκλήρωτο (αναφέρομαι σε περιφερειακά, υποστηρικτικά σχόλια). Δεν ξέρω αν υπήρχε πρόθεση να εμφανιστεί το πόνημα ως «εργαλείο»- δεν το νομίζω- πάντως σίγουρα σαν έκδοση χρειάζεται το πρωτότυπο για να σταθεί στο τραπέζι του αναγνώστη. (έχει άραγε τραπέζι ο αναγνώστης; λέμε τώρα)

Ως προς τη λύση που προτείνεις με τη χρήση της καθαρεύουσας για το συγκεκριμένο σημείο συμφωνώ απολύτως- αν και δεν θα χρησιμοποιούσα τη λέξη "ειρωνία". Είναι ωραία ιδέα και αναπάντεχη (για τον αναγνώστη). Να πω επίσης ότι αυτή η συστηματική ψύχραιμη και λεπτομερής ανάλυση που κάνεις στο ζήτημα, είναι ωφέλιμη και χρήσιμη. Και διαθέτει και ένα στοιχείο ρομαντισμού. Αυτά. Γιατί βλέπω τόσον καιρό αυτό το 0 σχόλια και παραξενεύομαι. Καλή συνέχεια.

hominid είπε...

Δεν πειράζει, thas, ένα σχόλιο και καλό. Ευχαριστώ. Και ότι είχα αρχίσει να ανησυχώ μήπως μου ξανακόλλησε το moderation. ;)

Δεν διαφωνώ ότι ο Καλοκύρης δίνει ένα, γενικά, ρέον και ομαλό κείμενο. Αν, όμως, φιλοδοξούσε να αποδώσει χωρίς σημαντικές απώλειες το ύφος του βιβλίου (γιατί παίζει ρόλο και το τι ακριβώς είναι το «κάτι» που χάνεται σε μία μετάφραση) νομίζω ότι θα έπρεπε να το είχε παλέψει περισσότερο. Η μεταγλώττισή του δεν περνάει, σε εμένα τουλάχιστον, τον μονίμως υπαινικτικό και παιγνιώδη τόνο του πρωτοτύπου (θα μπορούσα να αναφέρω πολλά ακόμη παραδείγματα). Όχι, βέβαια, πως ήταν εύκολο.

Πολύ καλά τα δύο σχετικά άρθρα του Κούρτοβικ – θα αναφερθώ σε αυτά όποτε ξαναπιάσω το θέμα. Αν θέλεις, πες μου και σε ποιο τεύχος του Διαβάζω υπάρχει το άρθρο του Μαραγκόπουλου, για να το ψάξω. Ευχαριστώ για το σχόλιο και για τον χρόνο σου, και σου εύχομαι κι εγώ καλή συνέχεια με το εξαιρετικό ιστολόγιό σου.

thas είπε...

Thx για τα καλά σου λόγια. Πρόκειται για το τεύχος Ιανουαρίου 2006 που έχει αφιέρωμα στο ζήτημα. Γράφουν οι Παπακώστας, Μαραγκόπουλος, Δημηρούλης, Καλοκύρης και Ε.Δάγλα. Έχει γράψει και ο Χάρης στα Νέα. Σε περίπτωση πάντως που δεν βρεις το τεύχος, πες μου να σκανάρω το κείμενο και να στο στείλω.

(Για το θέμα έγραψα κι εγώ κάτι, στην Athens V.)

hominid είπε...

Α, ευχαριστώ πολύ, thas. Μου είχε διαφύγει και το δικό σου άρθρο, το οποίο είναι μεστό εύστοχων παρατηρήσεων (άσχετα αν οι απόψεις μας δεν ταυτίζονται απόλυτα). Αξίζει να το διαβάσουν όσοι βρίσκουν ενδιαφέρον το ζήτημα.