«Δεν έχουν πληροφορηθεί [οι αρμόδιοι της εκπαίδευσης] από στατιστικές εμπεριστατωμένες μελέτες με ευρωπαϊκά κριτήρια και πανευρωπαϊκή δειγματοληψία ότι οι ελληνόπαιδες βρίσκονται στον πάτο απ΄ όλες τις ευρωπαϊκές χώρες της Ε.Ε. όσον αφορά την κατανόηση κειμένου;»
Υποθέτω ότι ο κ. Γεωργουσόπουλος αναφέρεται (εδώ και, πιο πρόσφατα, εδώ) στο πρόγραμμα PISA του ΟΟΣΑ. Με αυτό επιχειρείται η αξιολόγηση του αναγνωστικού, μαθηματικού και επιστημονικού γραμματισμού των 15χρονων μαθητών που συμμετέχουν. Αν και είναι αλήθεια ότι οι επιδόσεις των Ελλήνων σε αυτά τα τεστ δεν ικανοποιούν, παρόμοια είναι η κατάσταση σε άλλες χώρες (ιδίως του ευρωπαϊκού νότου). Εδώ, ωστόσο, θέλω να σταθώ στην ερμηνεία του κ. Γεωργουσόπουλου, ο οποίος εντοπίζει το πρόβλημα στα «πάμφτωχα ελληνικά» των νέων. Χωρίς να μπαίνω στη γενικότερη συζήτηση περί γλωσσικής πενίας κτλ., θεωρώ ότι έρευνες σαν τη συγκεκριμένη δεν προσφέρονται για τέτοια συμπεράσματα.
Καταρχάς, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς, τα κείμενα που δίνονται στους συμμετέχοντες δεν είναι μόνο «πεζά τρέχοντα και άρθρα εφημερίδος», αλλά και γραφικές παραστάσεις, πίνακες και διαγράμματα. Αυτά είναι τα λεγόμενα ασυνεχή κείμενα (non-continuous texts) και από την έρευνα προκύπτει ότι είναι εκείνα στα οποία οι Έλληνες κυρίως υστερούν. Όπως σημειώνεται εδώ (σελ. 97), στα συνεχή κείμενα οι επιδόσεις τους βρίσκονται ένα επίπεδο πιο πάνω. Να, λοιπόν, ένα αξιοσημείωτο δεδομένο - οι 15χρονοι στην Ελλάδα δυσκολεύονται περισσότερο να καταλάβουν ένα γράφημα παρά ένα κανονικό κείμενο. Αυτό οφείλεται, άραγε, σε ανεπαρκή γνώση της Νέας Ελληνικής; Φταίνε τα φτωχά μου ελληνικά αν δυσκολεύομαι να διαβάσω π.χ. έναν χάρτη, ή μήπως η έλλειψη εξοικείωσης με τέτοιες -ειδικής δομής- κειμενικές μορφές; Είναι προφανές ότι αρκετές από τις δεξιότητες που καλύπτει ο όρος αναγνωστικός γραμματισμός (reading literacy) έχουν ελάχιστη σχέση με ό,τι επιδοκιμάζεται, συνήθως, ως «καλά ελληνικά».Το πλούσιο λεξιλόγιο π.χ. που τυχόν διαθέτει κανείς πώς θα μπορούσε να του φανεί χρήσιμο σε περιπτώσεις όπως οι παραπάνω;
Οι Έλληνες μαθητές, σύμφωνα με την έρευνα (σελ. 91 στο προηγούμενο pdf), υστερούν επίσης στην ανάκτηση πληροφοριών (information retrieval), ενώ καλύτερα αποδίδουν όταν καλούνται να στοχαστούν (reflect) πάνω στο κείμενο. Τους είναι πιο δύσκολο, δηλαδή, να αντλήσουν πληροφορίες από το κείμενο, απ’ ό,τι να τις επεξεργαστούν. Βλέπουμε (σελ. 4) τη σχέση μεταξύ αυτής και της προηγούμενης διαπίστωσης, αφού πρόκειται για κάτι που συνήθως ισχύει για όσους τα πηγαίνουν λιγότερο καλά με τα ασυνεχή κείμενα. Αν αναρωτηθούμε, τώρα, πώς μπορούν να βελτιωθούν σε αυτή την περίπτωση τα πράγματα, θα προσέξουμε (σελ. 87) ότι προτείνεται η διδακτική έμφαση στην αναγνωστική ακρίβεια (accuracy in reading) και σε δεξιότητες σχετικές με την αναζήτηση πληροφοριών (search skills). Έχουν αυτά κάποια σχέση με τα εικαζόμενα «φτωχά ελληνικά» των νέων; Το πρόβλημα, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη επιστημονική ερμηνεία, δεν έγκειται στις όποιες λεξιλογικές ελλείψεις των μαθητών, αλλά στο γεγονός ότι δεν έχουν μάθει να διαβάζουν αρκετά προσεχτικά και να ψάχνουν μέσα στο κείμενο. Πού κολλάει, επομένως, η συζήτηση για το ψεγάδι, τις ροπές και τα υπόλοιπα;
Γενικά, ο τρόπος που προσεγγίζει το ζήτημα ο κ. Γεωργουσόπουλος μοιάζει υπερβολικά «δημοσιογραφικός». Έτσι, εκτός από την άστοχη σύγκριση των αποτελεσμάτων τής εν λόγω έρευνας με εκείνα των εξετάσεων στη Νεοελληνική Γλώσσα (αρκεί μια ματιά στο περιεχόμενο της κάθε εξέτασης για να καταλάβεις ότι πρόκειται για πολύ διαφορετικά πράγματα), ανακατεύει μαζί με όλα αυτά και τις επιδόσεις των μαθητών στα αρχαία ελληνικά, τα λατινικά και τα αγγλικά. Από το γεγονός π.χ. ότι αυξήθηκαν φέτος οι αριστούχοι στα αρχαία και τα λατινικά, βγάζει (χαριτολογώντας;) το συμπέρασμα ότι οι απόφοιτοι λυκείου μπορούν να εκφραστούν καλύτερα έτσι, παρά στα νέα ελληνικά. Το ίδιο λέει και για τα αγγλικά - στα οποία, παρεμπιπτόντως, πατώνουμε πράγματι! (Μια παλιότερη συζήτηση για την ελληνική αποτυχία στο «προφίσιενσι» και τις άλλες –ακριβοπληρωμένες- εξετάσεις του Βρετανικού Συμβουλίου, μπορείτε να βρείτε εδώ.) Το βέβαιο είναι ότι προγράμματα όπως το PISA στοχεύουν αλλού και όχι στην ενίσχυση της επιπόλαιης γλωσσικής κινδυνολογίας.
Υποθέτω ότι ο κ. Γεωργουσόπουλος αναφέρεται (εδώ και, πιο πρόσφατα, εδώ) στο πρόγραμμα PISA του ΟΟΣΑ. Με αυτό επιχειρείται η αξιολόγηση του αναγνωστικού, μαθηματικού και επιστημονικού γραμματισμού των 15χρονων μαθητών που συμμετέχουν. Αν και είναι αλήθεια ότι οι επιδόσεις των Ελλήνων σε αυτά τα τεστ δεν ικανοποιούν, παρόμοια είναι η κατάσταση σε άλλες χώρες (ιδίως του ευρωπαϊκού νότου). Εδώ, ωστόσο, θέλω να σταθώ στην ερμηνεία του κ. Γεωργουσόπουλου, ο οποίος εντοπίζει το πρόβλημα στα «πάμφτωχα ελληνικά» των νέων. Χωρίς να μπαίνω στη γενικότερη συζήτηση περί γλωσσικής πενίας κτλ., θεωρώ ότι έρευνες σαν τη συγκεκριμένη δεν προσφέρονται για τέτοια συμπεράσματα.
Καταρχάς, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς, τα κείμενα που δίνονται στους συμμετέχοντες δεν είναι μόνο «πεζά τρέχοντα και άρθρα εφημερίδος», αλλά και γραφικές παραστάσεις, πίνακες και διαγράμματα. Αυτά είναι τα λεγόμενα ασυνεχή κείμενα (non-continuous texts) και από την έρευνα προκύπτει ότι είναι εκείνα στα οποία οι Έλληνες κυρίως υστερούν. Όπως σημειώνεται εδώ (σελ. 97), στα συνεχή κείμενα οι επιδόσεις τους βρίσκονται ένα επίπεδο πιο πάνω. Να, λοιπόν, ένα αξιοσημείωτο δεδομένο - οι 15χρονοι στην Ελλάδα δυσκολεύονται περισσότερο να καταλάβουν ένα γράφημα παρά ένα κανονικό κείμενο. Αυτό οφείλεται, άραγε, σε ανεπαρκή γνώση της Νέας Ελληνικής; Φταίνε τα φτωχά μου ελληνικά αν δυσκολεύομαι να διαβάσω π.χ. έναν χάρτη, ή μήπως η έλλειψη εξοικείωσης με τέτοιες -ειδικής δομής- κειμενικές μορφές; Είναι προφανές ότι αρκετές από τις δεξιότητες που καλύπτει ο όρος αναγνωστικός γραμματισμός (reading literacy) έχουν ελάχιστη σχέση με ό,τι επιδοκιμάζεται, συνήθως, ως «καλά ελληνικά».Το πλούσιο λεξιλόγιο π.χ. που τυχόν διαθέτει κανείς πώς θα μπορούσε να του φανεί χρήσιμο σε περιπτώσεις όπως οι παραπάνω;
Οι Έλληνες μαθητές, σύμφωνα με την έρευνα (σελ. 91 στο προηγούμενο pdf), υστερούν επίσης στην ανάκτηση πληροφοριών (information retrieval), ενώ καλύτερα αποδίδουν όταν καλούνται να στοχαστούν (reflect) πάνω στο κείμενο. Τους είναι πιο δύσκολο, δηλαδή, να αντλήσουν πληροφορίες από το κείμενο, απ’ ό,τι να τις επεξεργαστούν. Βλέπουμε (σελ. 4) τη σχέση μεταξύ αυτής και της προηγούμενης διαπίστωσης, αφού πρόκειται για κάτι που συνήθως ισχύει για όσους τα πηγαίνουν λιγότερο καλά με τα ασυνεχή κείμενα. Αν αναρωτηθούμε, τώρα, πώς μπορούν να βελτιωθούν σε αυτή την περίπτωση τα πράγματα, θα προσέξουμε (σελ. 87) ότι προτείνεται η διδακτική έμφαση στην αναγνωστική ακρίβεια (accuracy in reading) και σε δεξιότητες σχετικές με την αναζήτηση πληροφοριών (search skills). Έχουν αυτά κάποια σχέση με τα εικαζόμενα «φτωχά ελληνικά» των νέων; Το πρόβλημα, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη επιστημονική ερμηνεία, δεν έγκειται στις όποιες λεξιλογικές ελλείψεις των μαθητών, αλλά στο γεγονός ότι δεν έχουν μάθει να διαβάζουν αρκετά προσεχτικά και να ψάχνουν μέσα στο κείμενο. Πού κολλάει, επομένως, η συζήτηση για το ψεγάδι, τις ροπές και τα υπόλοιπα;
Γενικά, ο τρόπος που προσεγγίζει το ζήτημα ο κ. Γεωργουσόπουλος μοιάζει υπερβολικά «δημοσιογραφικός». Έτσι, εκτός από την άστοχη σύγκριση των αποτελεσμάτων τής εν λόγω έρευνας με εκείνα των εξετάσεων στη Νεοελληνική Γλώσσα (αρκεί μια ματιά στο περιεχόμενο της κάθε εξέτασης για να καταλάβεις ότι πρόκειται για πολύ διαφορετικά πράγματα), ανακατεύει μαζί με όλα αυτά και τις επιδόσεις των μαθητών στα αρχαία ελληνικά, τα λατινικά και τα αγγλικά. Από το γεγονός π.χ. ότι αυξήθηκαν φέτος οι αριστούχοι στα αρχαία και τα λατινικά, βγάζει (χαριτολογώντας;) το συμπέρασμα ότι οι απόφοιτοι λυκείου μπορούν να εκφραστούν καλύτερα έτσι, παρά στα νέα ελληνικά. Το ίδιο λέει και για τα αγγλικά - στα οποία, παρεμπιπτόντως, πατώνουμε πράγματι! (Μια παλιότερη συζήτηση για την ελληνική αποτυχία στο «προφίσιενσι» και τις άλλες –ακριβοπληρωμένες- εξετάσεις του Βρετανικού Συμβουλίου, μπορείτε να βρείτε εδώ.) Το βέβαιο είναι ότι προγράμματα όπως το PISA στοχεύουν αλλού και όχι στην ενίσχυση της επιπόλαιης γλωσσικής κινδυνολογίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου